Photo by Milos Bicanski/Getty Images/Ideal Images
Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η είδηση ότι η Κύπρος δανείστηκε με μηδενικό επιτόκιο από τις αγορές δεν θα μπορούσε παρά να είναι ευχάριστη. Δείχνει τις αντοχές της κυπριακής οικονομίας και ότι οι κόποι τριών ετών πιάνουν τόπο. Υπερτονίζει, επίσης, την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να ξεφύγει από την κατάσταση στην οποία σέρνεται τα τελευταία επτά χρόνια. Και αν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής οικονομίας δεν επιτρέπουν την απόλυτη σύγκριση, η διαφορά των επιτοκίων δανεισμού είναι πραγματικά… αμείλικτη.
Η Κύπρος δανείζεται χρήματα για 13 εβδομάδες με επιτόκιο 0,02% την ώρα που η Ελλάδα πληρώνει για 26 εβδομάδες επιτόκιο 2,97%. Την ίδια ώρα, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Κύπρου διαμορφώνεται στο 3,55% (χαμηλότερα από το 3,86% της Πορτογαλίας) και του αντίστοιχου ελληνικού στο 6,55%.
Η αποκλιμάκωση της απόδοσης του ελληνικού αξιόχρεου μόνο αμελητέα δεν είναι, ωστόσο απέχει πάρα πολύ από τη «ζώνη ασφαλούς δανεισμού», πόσω μάλλον από το επίπεδο χωρών όπως η Ισπανία (1,41%), η Ιταλία με τα δεδομένα προβλήματα (1,85%), η Γαλλία (0,78%) και βέβαια η Γερμανία (0,27%).
Όχι, η Κύπρος δεν έγινε ξαφνικά Γερμανία, ούτε έλυσε όλα της τα προβλήματα. Άλλωστε, είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που εμφανίζει μεγαλύτερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων από την Ελλάδα. Κατάφερε όμως να βγει από τα μνημόνια και να πείσει τους επενδυτές ακόμη και να πληρώνουν για να της δανείσουν χρήματα, χωρίς μάλιστα να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Όπως ανακοίνωσε το Γραφείο Δημοσίου Χρέους της Κύπρου, οι αποδόσεις που προσφέρθηκαν κατά την δημοπρασία εντόκων γραμματίων που έλαβε χώρα την Τρίτη 3 Ιανουαρίου έφτασαν σε αρνητικό έδαφος, έως το -0,02% (κατώτατη απόδοση), ενώ η μέση σταθμική απόδοση έκλεισε στο 0,02%.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον ήταν τόσο έντονο που οι προσφορές ξεπέρασαν κατά 4 φορές τη ζήτηση: η Κύπρος ζητούσε 100 εκατ. ευρώ και έλαβε προσφορές για 400 εκατ. ευρώ! Με την εν λόγω δημοπρασία η Κύπρος «ανακύκλωσε» έντοκα γραμμάτια 13 εβδομάδων που εκδόθηκαν στις 4 Οκτωβρίου (απόδοση 0,47%), ενώ η τελευταία έκδοση ήταν στις 28 Νοεμβρίου 2016, όταν η μέση σταθμική απόδοση διαμορφώθηκε στο 0,17% και η κατώτατη απόδοση στο 0,13%.
Στα δικά μας, η νέα χρονιά ξεκινά για την Ελλάδα με την ίδια ακριβώς με πέρσι ελπίδα: να βρεθεί ο… από μηχανής θεός που θα φέρει την ολοκλήρωση της αξιολόγησης (πρώτης, δεύτερης ή τρίτης δεν έχει καμία σημασία), τη διευθέτηση του χρέους (είτε πρόκειται για μικρή ελάφρυνση, είτε για οριστική λύση) και το πράσινο φως από τον Mario Draghi για την ένταξη στον φθηνό δανεισμό της ΕΚΤ. Θα έλεγε κανείς ότι ζούμε την απόλυτη… προμνησία (deja vu).
*Πηγή γραφήματος: stockwatch.com.cy
Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις είναι αναγκαίες για να βγει η Ελλάδα στις αγορές. Τραπεζικά στελέχη με σημαντική γνώση των αγορών υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση που η χώρα μας συμπεριληφθεί στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της ΕΚΤ, η πτώση των επιτοκίων δανεισμού θα είναι εντυπωσιακή και ταχύτατη. Εκτιμάται ότι η αποκλιμάκωση θα είναι τέτοια που θα οδηγήσει τις αποδόσεις των 10ετών ομολόγων σε επίπεδα που έχουμε να δούμε πάρα πολλά χρόνια, πολύ χαμηλότερα από το τρέχον 6,55%.
Όμως για να… απολαύσουμε τα οφέλη του QE – τα οποία δεν θα γίνουν αισθητά μόνο στην αγορά ομολόγων αλλά και στο χρηματιστήριο και γενικότερα στην οικονομία – θα πρέπει να κλείσει με ξεκάθαρο τρόπο η αξιολόγηση και να υπάρξουν ουσιαστική λύση για το χρέος. Χωρίς από μηχανής θεούς. Αν όλα αυτά συμβούν μέσα στον Φεβρουάριο, τότε θεωρείται εφικτή η ένταξη στο QE μέσα στην άνοιξη. Αν, ωστόσο, σημειωθούν οι περσινές καθυστερήσεις, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τις επιπτώσεις για την οικονομία.
Τη συγκεκριμένη ανησυχία εξέφρασαν διεθνείς επενδυτές στις συναντήσεις που είχαν με τραπεζικά στελέχη τον περασμένο μήνα σε Λονδίνο και Ν. Υόρκη, τονίζοντας ότι βρίσκονται στο ίδιο έργο θεατές. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη στις καθυστερήσεις των διαδοχικών αξιολογήσεων και στις συνεχείς απαιτήσεις για νέα μέτρα, ενώ τα πισωγυρίσματα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων επιφέρουν πλήγμα στην αξιοπιστία της χώρας.
Οι Κύπριοι, από την πλευρά τους, δείχνουν να ξεπερνούν με απίστευτη ωριμότητα το πρωτοφανές σοκ που υπέστησαν τον Μάρτιο του 2013, όταν οι καταθέσεις άνω των 100 χιλ. ευρώ «κουρεύτηκαν» σε ποσοστό 50% και να ξεφεύγουν οριστικά από τα μνημόνια. Αποτέλεσμα είναι μέσα σε τρία χρόνια να δανείζονται με μηδενικό επιτόκιο από τις αγορές, κάνοντας την κατάντια της ελληνικής οικονομίας να γίνεται ακόμη πιο εμφανής.
Το ελληνικό δημόσιο τυγχάνει σήμερα αξιολόγησης «Caa3» από τη Moody's, «B-» από την Standard & Poor's και «CCC» από την Fitch. Οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία είναι σταθερές. Συγκριτικά, η αξιολόγηση της Κύπρου είναι «B1» από τον οίκο Moody's, «ΒΒ» από την S&P και «ΒΒ-» από τη Fitch με θετικές προοπτικές. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από το διαφορετικό outlook που δείχνει ότι η κυπριακή οικονομία οδεύει προς νέα αναβάθμιση, η αξιολόγηση της Κύπρου είναι κατά 4 βαθμίδες υψηλότερη από της Ελλάδας, με βάση τις S&P και Fitch και κατά 5 βαθμίδες υψηλότερη σύμφωνα με την Moody's.
Η πορεία της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας δείχνει έως ένα βαθμό το ιστορικό της κρίσης. Ενδεικτικά, ο οίκος Moody's έδινε αξιολόγηση Α1 (4 βαθμίδες χαμηλότερα από το απόλυτο ΑΑΑ) μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, όταν για πρώτη φορά έβαλε τη χώρα σε «παρακολούθηση για υποβάθμιση», την οποία υλοποίησε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Οι διαδοχικές υποβαθμίσεις ξεκίνησαν, όπως είναι φυσικό, τον Απρίλιο του 2010, όταν ανακοινώθηκε η προσφυγή στο ΔΝΤ, ενώ η τελευταία φορά που η Ελλάδα είχε αξιολόγηση «Β1», αντίστοιχη δηλαδή της αξιολόγησης που έχει σήμερα η Κύπρος ήταν τον Μάιο του 2011.