Ο υψηλότερος πληθωρισμός των τελευταίων δεκαετιών (σε ορισμένες χώρες ο υψηλότερος 40 ετών) και οι ταχύτερες αυξήσεις επιτοκίων από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνθέτουν την πιο «συγχρονισμένη «επίθεση» που έχουν δεχτεί τα εισοδήματα των νοικοκυριών εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Η μεγάλη διαφορά με προηγούμενα ανάλογα επεισόδια είναι ότι λόγω της άπλετης ρευστότητας που έβρεξε στο σύστημα την περασμένη δεκαετία, νοικοκυριά και επιχειρήσεις διαθέτουν περισσότερο «λίπος». Δυστυχώς, αυτό δεν αφορά την Ελλάδα αφού το «λίπος» κάηκε τη δεκαετία της κρίσης.
Που θα οδηγήσει, λοιπόν, αυτή η κατάσταση; Αξίζει να σημειωθεί ότι την τελευταία φορά που οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν να τιθασεύσουν τόσο δραστικά τον πληθωρισμό και οι 7 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη βυθίστηκαν σε ύφεση. Οι περισσότεροι αναλυτές στην παρούσα φάση δε θεωρούν αναπόφευκτη την ύφεση, ωστόσο το σενάριο του στασιμοπληθωρισμού κερδίζει διαρκώς έδαφος και πλέον επικρατεί η αντίληψη ότι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί έχουν μπροστά τους μία περίοδο χαμηλής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού για τουλάχιστον μία διετία.
Τα νοικοκυριά κόβουν έξοδα από παντού, κάτι που είναι ιδιαίτερα αισθητό στην πραγματική οικονομία αλλά δεν έχει αποτυπωθεί μέχρι στιγμής στα επίσημα στοιχεία, αν και όλα δείχνουν ότι σύντομα θα γίνει και αυτό. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι λιανικές πωλήσεις ενισχύθηκαν κατά 12,3% τον Μάρτιο βάσει των στοιχείων που έδωσε προχθές στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ. Ωστόσο, στις μισές από τις επιμέρους κατηγορίες των καταστημάτων, ο τζίρος ήταν μειωμένος, ενώ δεν αντανακλάται ακόμα η εκτίναξη του πληθωρισμού. Πιο αντιπροσωπευτικά θα είναι τα στοιχεία Απριλίου και ακόμη περισσότερο του Μαΐου που ο πληθωρισμός ξεπερνάει το 11%.
Σκεφτείτε ότι ο τζίρος ήταν μειωμένος στις μισές κατηγορίες τον Μάρτιο που αφενός δεν είχαν προλάβει να φανούν οι επιπτώσεις του πολέμου και κυρίως η τρελή πορεία των τιμών στα καύσιμα (ο όγκος πωλήσεων σε καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων υποχώρησε μόλις κατά 3% σε σύγκριση με τον περσινό Μάρτιο) και αφετέρου συνεχίστηκε η ώθηση από το άνοιγμα της οικονομίας. Τα πρώτα σημάδια όμως είναι ήδη ορατά: α) η πτώση του τζίρου φαίνεται ήδη σε ρούχα και υποδήματα όπου οι πωλήσεις μειώθηκαν 28,1%, β) ο συνολικός τζίρος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων την εβδομάδα του Πάσχα ήταν 5,4% χαμηλότερος από πέρσι.
Στο μεταξύ, τα μηνύματα από την υπόλοιπη Ευρώπη και κυρίως από τη Γερμανία για το μήνα Απρίλιο δείχνουν πτώση στις λιανικές πωλήσεις και μεγάλη επιδείνωση του καταναλωτικού κλίματος. Μία κατάσταση που αποδίδεται στη συνεχιζόμενη άνοδο του πληθωρισμού η οποία μειώνει δραματικά την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Ο ένας παράγοντας που απειλεί τα εισοδήματα είναι ο πληθωρισμός και ο άλλος είναι η επιθετική αύξηση των επιτοκίων η οποία μπορεί να σταματήσει απότομα την οικονομική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την Capital Economics, το σταθμισμένο μέσο επιτόκιο στις μεγαλύτερες ανεπτυγμένες οικονομίες θα αυξηθεί κατά 240 μονάδες βάσης (ή 2,4%) σε διάστημα 2 ετών. Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα είναι ταχύτερη από τη μέση ταχύτητα των προηγούμενων πέντε κύκλων αύξησης των επιτοκίων και παρόμοια του κύκλου που πραγματοποιήθηκε τέλη ’80- αρχές ’90.
Στην περίπτωση που ο πληθωρισμός αποδειχθεί πιο επίμονος από το αναμενόμενο, υπάρχει ο κίνδυνος οι κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια ακόμη περισσότερο παρά το γεγονός ότι η ζήτηση θα έχει αποδυναμωθεί. Έτσι θα προκαλέσουν ύφεση βραχυπρόθεσμα, καθώς θα επιλέξουν το μακροπρόθεσμο καλό που είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού. Αν, λοιπόν, η ΕΚΤ αυξήσει τα επιτόκια έως το 2,5%-3% τότε η ύφεση θα είναι μάλλον αναπόφευκτη.
Σε αυτό το σενάριο, το κόστος εξυπηρέτησης χρέους για τον ιδιωτικό τομέα θα αυξηθεί από το 3% στο 6,5% του εισοδήματος, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη άνοδο στο κόστος εξυπηρέτησης χρέους από τα τέλη του 1980, όταν ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Καναδάς, Ιταλία και Μ. Βρετανία είδαν τις οικονομίες τους να συρρικνώνονται. Και όλα αυτά χωρίς να λαμβάνεται καν υπόψη η πιθανότητα διακοπής των ροών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, ένα σενάριο που θέλει τη γερμανική οικονομία να βυθίζεται σε ύφεση έως και 12%.
Να επαναλάβουμε, τέλος, ότι αυτή η κρίση είναι πολύ διαφορετική για την Ελλάδα απ’ ότι για άλλες ανεπτυγμένες χώρες γιατί έρχεται να προστεθεί στη διπλή κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010 και στην πανδημική κρίση. Διότι η Ελλάδα λόγω της χρεοκοπίας και των μνημονίων δεν είχε την ευκαιρία να αξιοποιήσει το φθηνό χρήμα που έβρεχε στις αγορές από το 2009 έως την πανδημία.