Μία αξιοσημείωτη εξέλιξη έλαβε χώρα πριν από περίπου δύο μήνες, την οποία αποκάλυψε μέσα στο Σαββατοκύριακο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας. Μία εξέλιξη που λόγω των κοσμοϊστορικών γεωπολιτικών εξελίξεων, της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού, πέρασε δικαιολογημένα στα… ψιλά. Οι ελληνικοί χρεωστικοί τίτλοι διάρκειας έως 390 ημερών αναβαθμίστηκαν στην επενδυτική βαθμίδα και είναι οι μοναδικοί που σήμερα είναι επιλέξιμοι ως ενέχυρα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που τίτλοι οι οποίοι εκδίδονται από το ελληνικό δημόσιο γίνονται αποδεκτοί στις πράξεις του ευρωσυστήματος, όχι γιατί ισχύει κάποιο ειδικό καθεστώς (όπως παλαιότερα το waiver λόγω μνημονίου ή η κατ’ εξαίρεση αποδοχή τους μέσα στην πανδημία και το πρόγραμμα PEPP) αλλά επειδή έχουν την απαιτούμενη αξιολόγηση, ήτοι την επενδυτική βαθμίδα που αφορά στην «ελίτ» των αγορών.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στις 22 Μαρτίου, ο οίκος αξιολόγησης DBRS αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε BB (high), φέρνοντας το ελληνικό αξιόχρεο ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα. Ήταν η είδηση της ημέρας αφού με μία μόνο ακόμη αναβάθμιση η Ελλάδα θα μπει στα ραντάρ των μεγαλύτερων επενδυτών. Ανάλογη ήταν και η κίνηση της S&P ένα μήνα αργότερα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χρειάζεται πλέον μία αναβάθμιση από τους δύο οίκους για να έχει και με τη βούλα την επενδυτική βαθμίδα.
Το θέμα είναι πάρα πολύ κρίσιμο αν και ομολογουμένως φαίνεται τεχνικό. Τα επιτόκια ανεβαίνουν και μαζί τους οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και όσο η Ελλάδα δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα, τόσο πιο δύσκολα θα δανείζεται (με υψηλότερο κόστος δηλαδή) για να καλύψει τις ανάγκες στήριξης της οικονομίας. Τόσο απλά.
Σε μία συγκυρία που η ελληνική κυβέρνηση χρειάζεται πόρους για να ελαφρύνει το βάρος που έχει προκαλέσει ο υψηλότερος πληθωρισμός εδώ και δεκαετίες, οι αγορές ζητούν ολοένα και υψηλότερα επιτόκια για να μας δανείσουν. Ενδεχόμενη αναβάθμιση θα συνεπάγεται ότι θα μεγαλώσουν οι εισροές επενδυτικών κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματιστήριο και θα συγκρατηθεί το κόστος δανεισμού για δημόσιο και επιχειρήσεις σε μια εποχή που η απόδοση του 10ετούς έχει ήδη ξεπεράσει το 3,5%.
Ας επανέλθουμε όμως στις 22 Μαρτίου. Η DBRS, λοιπόν, προχώρησε στην αναβάθμιση των βραχυπρόθεσμων ελληνικών τίτλων στην επενδυτική βαθμίδα. Αυτό σημαίνει ότι οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου διάρκειας έως 390 ημερών είναι οι πρώτοι που σκαρφαλώνουν στην επενδυτική βαθμίδα, ανοίγοντας το δρόμο και για τους πιο μακροπρόθεσμους τίτλους.
Μετά την απόφαση του καναδικού οίκου που εξαγοράστηκε από την αμερικανική Morningstar, η ΕΚΤ δέχεται ως ενέχυρα τους ελληνικούς τίτλους διάρκειας έως 390 ημερών, μεγαλώνοντας σημαντικά τη δεξαμενή των επιλέξιμων ενέχυρων που μπορούν να δώσουν οι ελληνικές τράπεζες, κάτι που δεν είχε γίνει αντιληπτό πριν το αναφέρει ο Γ. Στουρνάρας.
Τα ελληνικά ομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας δεν είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων APP, γνωστό ως QE, το οποίο ξεκίνησε το 2015, γιατί η χώρα δεν έχει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα. Όμως η ένταξη των βραχυπρόθεσμων τίτλων στη λίστα επιλεξιμότητας της ΕΚΤ, δείχνει ότι η αναβάθμιση είναι θέμα χρόνου και όπως έχει τονίσει επανειλημμένα ο διοικητής της ΤτΕ, θα είχε επιτευχθεί αν δεν είχαμε τις διαδοχικές κρίσεις της πανδημίας και τώρα του πολέμου.
Αξίζει επίσης να επαναλάβουμε ότι η DBRS έθεσε δύο «όρους» για να γίνει ο πρώτος οίκος που θα δώσει στο ελληνικό αξιόχρεο το εισιτήριο για την ελίτ των αγορών. Ο πρώτος είναι να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις που δίνουν ώθηση στις επενδύσεις και βελτιώνουν οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες αυτές θα συνεχιστούν, αφενός γιατί βρίσκονται στην κυβερνητική ατζέντα και αφετέρου γιατί αποτελούν μέρος της υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο δεύτερος «όρος» είναι η προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στη δημοσιονομική πειθαρχία και η παραμονή του χρέους σε πτωτική τροχιά, μία συνθήκη που δοκιμάζεται λόγω των πρόσφατων εξελίξεων.