Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα μηνύματα ότι γυρίζει το μέχρι πρότινος θετικό οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη, έρχονται από παντού, και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την Ελλάδα, έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους παγκοσμίως.
Τα πάντα προμηνύουν μια «αλλαγή εποχής» για τα επιτόκια που αυξάνονται, την άφθονη έως πρότινος ρευστότητα που τελειώνει, το πετρέλαιο που βρίσκεται σταθερά στο φάσμα 68-74 δολαρίων, και τους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη που ολοένα και επιβραδύνουν, δείγμα ότι η περίοδος του φθηνού χρήματος φθάνει στο τέλος της, και η Ελλάδα φυσικά την έχασε.
Σε συνέχεια των προ ημερών ανακοινώσεων της Εurostat για επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το δεύτερο τρίμηνο, το γερμανικό ινστιτούτο Ifo, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα think tanks διεθνώς, παρουσίασε τις προβλέψεις του για το 3ο τρίμηνο του 2018, όπου μιλά για χαμηλότερες εξαγωγές, καθήλωση των επενδύσεων, αύξηση του πληθωρισμού, και μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ευρωπαϊκού ΑΕΠ.
«Αν και οι εκτιμήσεις των ειδικών για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση καταγράφουν μικρή μόνο επιδείνωση, εντούτοις οι από εδώ και πέρα προβλέψεις τους για το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη, κάνουν λόγο για σημαντική πτώση, και βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 2012. Αυτό σηματοδοτεί οικονομική επιβράδυνση για τη ζώνη του ευρώ», αναφέρει χαρακτηριστικά το Ifo σχετικά με τις εκτιμήσεις του για το 3ο τρίμηνο.
Το επικείμενο αυτό φρένο στην ευρωπαϊκή οικονομία αναμένεται να γίνει περισσότερο αισθητό στους πιο ευαίσθητους κρίκους του συστήματος, δηλαδή στην Ελλάδα. Ενδεχόμενη μείωση στην ευρωπαϊκή ζήτηση λόγω επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης, πιθανό να αναστείλει επενδυτικά σχέδια και να φρενάρει τη προσέλκυση κεφαλαίων, τα οποία σε παρόμοιες περιπτώσεις, στρέφονται στα παραδοσιακά και πιο ασφαλή καταφύγια, αποφεύγοντας χώρες που δεν έχουν ακόμη πείσει ότι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, όπως η Ελλάδα.
Έπειτα, η σημερινή αναιμική ανάκαμψη της χώρας, εκτός του τουρισμού, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές προς την Ευρωζώνη. Όσο για τον πληθωρισμό, όσο αυτός συνεχίζει να αυξάνεται, τόσο πιο γρήγορα θα αυξηθούν και τα επιτόκια, άρα και το κόστος δανεισμού για τη μόλις ανακάμπτουσα ελληνική οικονομία, που ούτως ή άλλως, σκαρφάλωσε ξανά στο 4,1%, έπειτα από τους κραδασμούς στις διεθνείς αγορές και ειδικά στην Ιταλία.
Τρία στα τρία λοιπόν για την Ελλάδα. Ο μεν πληθωρισμός στην Ευρωζώνη πρόκειται, σύμφωνα με το γερμανικό ινστιτούτο Ifo, να αυξηθεί από το 1,6% πέρυσι, στο 1,7% φέτος, οι δε εξαγωγές αναμένεται να επιδεινωθούν λόγω των απειλών Τραμπ για εμπορικό πόλεμο, όσο για τις επενδύσεις προβλέπεται ότι θα παγώσουν για πρώτη φορά από το 2012. Είχε προηγηθεί η προ ημερών έκθεση του ΔΝΤ ότι η φάση επιβράδυνσης της Ευρωζώνης είναι μόλις στην αρχή της, καθώς εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια.
Τα παραπάνω όχι μόνο θυμίζουν τις «υπερβολικά απαισιόδοξες» - σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση- προβλέψεις του ΔΝΤ για αύξηση του επιτοκίου των ελληνικών ομολόγων στο 4,5% φέτος (4,1% σήμερα), αλλά και όσους έχουν και τώρα προειδοποιήσει, ότι η εποχή του φθηνού χρήματος φτάνει στο τέλος της. Και ότι η Ελλάδα που δυστυχώς την έχασε, θα ήταν ευχής έργον, σε περίπτωση που τα πράγματα στις αγορές χειροτέρευαν, να είχε στη διάθεσή της, μια προληπτική γραμμή στήριξης, φωνές που ωστόσο δεν εισακούστηκαν.
Σε μια τέτοια περίοδο διεθνούς αβεβαιότητας, όπου η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ αποσταθεροποιεί την παγκόσμια οικονομία, η μικρή Ελλάδα, ως ένας από τους πλέον αδύναμους κρίκους διεθνώς, λογικά θα έπρεπε να θωρακίζεται όσο μπορεί περισσότερο προκειμένου να αντιμετωπίσει τις όποιες αναταράξεις της επόμενης ημέρας.
Αυτό όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά η Ελλάδα συνεχίζει να θέτει περιοριστικούς κανονισμούς στη λειτουργία των άμεσων ξένων επενδύσεων, όπως δείχνει και ο δείκτης του World Economic Forum, όπου μεταξύ 137 χωρών, κατέχουμε μόλις την 115η θέση. Ήτοι 108 θέσεις κάτω από την Πορτογαλία αλλά και 17 θέσεις κάτω από τη Δημοκρατία του Κονγκό.
Το υψηλό κόστος δανεισμού και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα αργήσει πολύ να «εκτιναχθεί» το ελατήριο της ελληνικής ανάπτυξης, ενώ κάποιοι φοβούνται μήπως αντί να πάμε καλύτερα εκτός των Μνημονίων, τελικά πάμε χειρότερα.