Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το τέλος εποχής που σηματοδοτεί για την Ευρώπη η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία δεν θα μπορούσε να μην επηρεάζει τη χώρα μας. Για το πολιτικό σκέλος λίγα μπορούν να ειπωθούν αφού κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά τις εξελίξεις στη Γερμανία μετά τα αποτελέσματα των εκλογών σε Βαυαρία και Έσση, αλλά και το ντόμινο που ενδέχεται να προκαλέσει αλλαγές σε ολόκληρη την Ευρώπη ενόψει των ευρωεκλογών. Μπορεί η καγκελάριος να μην φεύγει... αύριο, αλλά το 2021, ωστόσο αποδυναμώνεται πολιτικά, γεγονός που έχει τη δική του σημασία.
Εκτός από τις πολιτικές επιπτώσεις της... συνταξιοδότησης της καγκελαρίου, υπάρχει και ο αντίκτυπος στις αγορές. Με λίγα λόγια, η αποχώρηση της Μέρκελ εκτιμάται πως θα επηρεάσει την ταχύτητα επίλυσης του ιταλικού ζητήματος, η οποία όσο καθυστερεί τόσο «επιβαρύνει» με τη σειρά της τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Επομένως, υπάρχει κίνδυνος να μετατεθεί κι άλλο στο μέλλον η «επιστροφή» της Ελλάδας στις αγορές, εξαιτίας του κλίματος των επόμενων μηνών, με ότι αυτό συνεπάγεται για τράπεζες και επιχειρήσεις.
Πολλοί έσπευσαν να αποδώσουν τη χθεσινή ανοδική αντίδραση των χρηματιστηρίων και την πτώση στις αποδόσεις των ομολόγων στην «έξοδο» της Μέρκελ, όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η μόνη θετική ανάγνωση από τις αγορές σχετίζεται με το γεγονός ότι υπήρχε αρκετή αβεβαιότητα για το μέλλον της Μέρκελ και κυκλοφορούσαν αρκετές φήμες. Πέραν τούτου, χρηματιστήρια και ομόλογα είχαν άλλες ειδήσεις από τις οποίες «πιάστηκαν» για να εμφανίσουν κέρδη.
Πιο αναλυτικά, ευρωπαϊκοί δείκτες όπως ο γερμανικός DAX και ο γαλλικός CAC δέχθηκαν ώθηση από την είδηση ότι η Κίνα προτίθεται να μειώσει κατά 50% το φόρο για την αγορά αυτοκινήτου. Το έναυσμα της ανόδου έδωσαν μετοχές εταιρειών, όπως η Volkswagen (+4%), η Continental (+5,8%), η Infineon (+6%), η Valeo (+9%) και η Michelin (+4,7%).
Στην αγορά ομολόγων, η Ιταλία γλύτωσε την υποβάθμιση από την S&P το βράδυ της Παρασκευής και αυτό από μόνο του ήταν ικανό να οδηγήσει σε ράλι. Η πτώση στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων έχει και μία ακόμη πτυχή. Σήμερα, το ιταλικό δημόσιο θα αντλήσει από τις αγορές περί τα 4,5 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης 5ετούς και 10ετούς ομολόγου, επομένως είναι λογικό οι αποδόσεις να συγκλίνουν προς το επιτόκιο της έκδοσης.
Ο μεγαλύτερος φόβος των αναλυτών είναι ότι μετά την ανακοίνωση της Μέρκελ θα σημειωθούν μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ιταλικής κρίσης. Σύμφωνα με την Capital Economics, η αποδυνάμωση της Μέρκελ είναι πολύ πιθανό να επιβραδύνει τις διαδικασίες, γεγονός που αυξάνει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει στο σύνολό της η Ευρωζώνη.
Πρόκειται, δηλαδή, για έναν ακόμη παράγοντα αβεβαιότητας, που έρχεται να προστεθεί στο ήδη βεβαρυμένο κλίμα, σε μία συγκυρία που οι ελληνικοί τίτλοι βρίσκονται έτσι και αλλιώς στην κατηγορία «junk» και η Ελλάδα οδεύει σε εκλογές. Η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας την καθιστά ευάλωτη σε κάθε αναταραχή. Αυτό είναι ένα σχετικά... απλοϊκό συμπέρασμα. Ορισμένοι έσπευσαν να πανηγυρίσουν το πολιτικό τέλος της Μέρκελ, ωστόσο οι πολιτικοί συσχετισμοί που θα διαμορφωθούν στη μετά Μέρκελ εποχή δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μας ωφελούν. Ίσα ίσα που η πραγματική αντίδραση των αγορών θα φανεί στο αμέσως προσεχές διάστημα, όταν θα δούμε να εξελίσσονται τα επόμενα επεισόδια της ιταλικής κρίσης.
Την ώρα που η Γερμανίδα καγκελάριος ανακοίνωνε την αποχώρησή της και η Capital Economics προειδοποιούσε για τα μαύρα σύννεφα πάνω από την Ιταλία και ολόκληρη την Ευρωζώνη, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δήλωνε στο Reuters ότι η μεταβλητότητα που προκαλεί στις αγορές η Ιταλία δυσκολεύει την προσπάθεια επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές.
Μέχρι στιγμής η χώρα μας είναι η μοναδική που επηρεάζεται τόσο πολύ από τις... made in Italy εκρήξεις αβεβαιότητας. Χθες, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ακολούθησαν τη μεγάλη πτώση των ιταλικών, υποχωρώντας έως το 4,2%, όμως κινδυνεύουν με νέα άνοδο κατά τη διάρκεια των επόμενων επεισοδίων του ιταλικού σίριαλ. Αν δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ Ρώμης-Βρυξελλών μέσα στο Νοέμβριο, ο δείκτης της... νευρικότητας θα χτυπήσει και πάλι κόκκινο. Όλα θα κριθούν από το αν οι Ματέο Σαλβίνι και Λουίτζι Ντι Μάιο θα ακολουθήσουν ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στην Κομισιόν, στην προσπάθειά τους να αξιοποιήσουν τον πολιτικό αναβρασμό που προκαλεί το τέλος της «εποχής Μέρκελ».