Ηγεμονικοί κύκλοι, ψηφιακά νομίσματα και οικονομικά διλήμματα

Ηγεμονικοί κύκλοι, ψηφιακά νομίσματα και οικονομικά διλήμματα

Διανύουμε ήδη την εποχή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, όπου η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και τo διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of things) προκαλούν θεμελιώδεις αλλαγές σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, από το εμπόριο και τις μεταφορές μέχρι την εκπαίδευση και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

Παράλληλα, σε γεωπολιτικό επίπεδο, αναδύεται εντονότερα ένα πολυπολικό πλαίσιο σχέσεων και λαμβάνει χώρα μια σταδιακή μεταφορά ισχύος από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προς την Ασία. Η Κίνα αναζητά πλέον όχι μόνο έναν περιφερειακό ηγεμονικό ρόλο, αλλά και επιθυμεί να επεκτείνει την επιρροή της στην ευρωπαϊκή και την αφρικανική ήπειρο, ώστε να διεκδικήσει σε βάθος χρόνου την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ.

Στη φιλοδοξία της αυτή, εδράζεται και η μεθοδευμένη της προσπάθεια να αναπτύξει σε βάθος τον τομέα της «χρηματοοικονομικής τεχνολογίας» (FinTech), δηλαδή νεωτερισμούς και εφαρμογές που αλλάζουν τη φύση και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς έχει κατανοήσει ότι η ηγεμονία περνάει πάντοτε από τον έλεγχο της ροής των επενδυτικών κεφαλαίων και τη θέση που κατέχει το νόμισμα κάθε χώρας στις διεθνείς συναλλαγές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…

Οι ηγεμονικοι κύκλοι και τα χαρακτηριστικά τους

Ως ηγεμονικός κύκλος, ορίζεται εκείνη η χρονική περίοδος κατά την οποία μια χώρα κυριαρχεί στο διεθνές σύστημα, στηριζόμενη κυρίως στην οικονομική, στρατιωτική και πολιτισμική της ισχύ. Οι κύκλοι αυτοί παρουσιάζουν ορισμένα «μοτίβα» εξέλιξης και επανάληψης και αποτελούν από μόνοι τους ένα ξεχωριστό πεδίο μελέτης του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων.

Στο σημείο αυτό, θα επικεντρωθούμε στο θεωρητικό σχήμα εναλλαγής των ηγεμονικών κύκλων που διατύπωσε ο Γάλλος ιστορικός, Φερνάντ Μπροντέλ (1) και ανέπτυξε περαιτέρω ο Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και Κοινωνιολογίας, Τζιοβάννι Αρίγκι (2). Ο Μπροντέλ διαπίστωσε, ότι κάθε ηγεμονικός κύκλος προσδιορίζεται από μία φάση υλικής επέκτασης κατά την οποία το κεφάλαιο διοχετεύεται κυρίως στην παραγωγή και το εμπόριο και ακολουθείται από μια δεύτερη φάση χρηματοικονομικής επέκτασης, όπου η έμφαση δίνεται στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας.

Αυτές οι δύο φάσεις του ηγεμονικου κύκλου σχηματίζουν συνολικά αυτό που ο Αρίγκι, έχει ονομάσει ως «εκτεταμένο αιώνα ή συστημικό κύκλο συσσώρευσης». Ιστορικά, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις τέτοιους «συστημικούς κύκλους συσσώρευσης»: 1) έναν γενουατικό-ιβηρικό που εκτείνεται από τον 15ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα 2) έναν ολλανδικό που ξεκινά από τα τέλη του 16ου αιώνα και φθάνει μέχρι τα τέλη του 18ου 3) έναν βρετανικό που εκκινεί περίπου από τα μέσα του 18ου αιώνα και ολοκληρώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα και 4) τον αμερικανικό, που ξεκινά στα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει έως σήμερα.

Για τον Μπροντέλ, η φάση της χρηματοοικονομικής επέκτασης κάθε κύκλου, οδηγεί μεν στην ανάκμψη της ισχύος και της ευημερίας της εκάστοτε ηγεμονικής δύναμης, αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτεί την τελική ωρίμασή της και συνεπώς αποτελεί το το πρελούδιο για την τελική κρίση, που θα οδηγήσει σταδιακά σε ένα νέο γεωγραφικό επίκεντρο οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος.

Προκειμένου να κατανοηθεί η διαδικασία των δύο αυτών διαδοχικών φάσεων, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι όταν η υλική επέκταση μέσω της παραγωγής φθάσει σε ένα «σημείο κορεσμού» όπου τα κέρδη αρχίζουν και μειώνονται, το κεφάλαιο αρχίζει να αναζητεί πιο προσοδοφόρες τοποθετήσεις μετακινούμενο προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αυτό οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών για την προσέλκυση κεφαλαίων και μόνον εκείνες οι χώρες που έχουν αναπτύξει επαρκώς το χρηματοοικονομικό τους δίκτυο και κατέχουν κεντρική θέση στα χρηματοπιστωτικά δρώμενα είναι σε θέση να εκμεταλλευτούν την υπερβάλλουσα ρευστότητα.

Μάλιστα, ο Καρλ Μαρξ ισχυρίστηκε (3) ότι υπάρχει μια ακολουθία σύμφωνα με την οποία η «παρακμάζουσα» κάθε φορά ηγεμονική δύναμη μεταφέρει πόρους προς την «ανερχόμενη» δύναμη: η Βενετία στην «παρακμή» της δάνειζε την Ολλανδία, έπειτα η Ολλανδία μετέφερε κεφάλαια προς τη Βρετανία και ακολούθως η Βρετανία άρχισε να δανείζει τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους έχουν επενδύσει τεράστια κεφάλαια στην Κίνα τις τελευταίες τουλάχιστον δύο δεκαετίες, αλλά παράλληλα παρατηρούμε και μια αντιστροφή αυτής της ροής, με την Κίνα να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο κρατικό δανειστή των ΗΠΑ, μετά την Ιαπωνία.

Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτών των ηγεμονικών δυνάμεων που τις διαφοροποιούν μεταξύ τους. Οι Γενουάτες εξαρτώνταν για την ασφάλειά τους από τους Ισπανούς μονάρχες από τους οποίους αγόραζαν προστασία, εν εντιθέσει με τους Ολλανδούς που «εσωτερίκευσαν» το κόστος της προστασίας, αναπτύσσοντας τις δικές τους στρατιωτικές ικανότητες. Στη συνέχεια οι Βρετανοί ξεπέρασαν τους Ολλανδούς «εσωτερικεύοντας» το κόστος παραγωγής, ανέπτυξαν δηλαδή τη δική τους βιομηχανική παραγωγική βάση και δεν περιορίζονταν μόνο στο εμπόριο πρώτων υλών και προϊόντων που προμηθεύονταν από άλλες χώρες.

Ακολούθως, οι ΗΠΑ μέσω της διάρθρωσης πολυεθνικών εταιρικών σχημάτων και της επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τους δικτύου, κατάφεραν να «εσωτερικεύσουν» το κόστος συναλλαγών, επικρατώντας ουσιαστικά στις διεθνείς αγορές από τις οποίες εξαρτάται η προσέλκυση κεφαλαίων, απαραίτητο συστατικό της διατήρησης της κυριαρχίας μιας ηγεμονικής δύναμης. Η Κίνα αντιλαμβάνεται σήμερα, ότι οι φιλοδοξίες της για ηγεμονία δεν πρόκειται ποτέ να πραγματωθούν εάν δεν καταφέρει να «σπάσει» αυτόν τον κύκλο κυριαρχίας των ΗΠΑ στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Ο ρόλος των ψηφιακών συναλλαγών και των κρυπτονομισμάτων

Οι ψηφιακές συναλλαγές αποτελούν πλέον καθημερινότητα στην Κίνα. Είτε κάποιος επιθυμεί να αγοράσει ρούχα από έναν ακριβό ξένο οίκο μόδας στο Πεκίνο, είτε να πληρώσει την αγορά έτοιμου φαγητού από έναν πλανόδιο πωλητή, μπορεί να το κάνει από το κινητό του, μέσα από ψηφιακές εφαρμογές όπως το Alipay και το WeChat Pay. Μέσα από αυτές τις δύο εταιρείες πραγματοποιείται το 95% των πληρωμών μέσω κινητών τηλεφώνων στην Κίνα, ενώ είναι εντυπωσιακό ότι ο όγκος των ψηφιακών πληρωμών στη χώρα υπερβαίνει τα 42 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, σχεδόν 150 φορές ο όγκος των συναλλαγών των ΗΠΑ σε εφαρμογές όπως το PayPal και το Venmo (4).

Ποια είναι, όμως, τα πλεονεκτήματα που αποκομίζει το κινεζικό κράτος από αυτήν την εξέλιξη; Πρώτον, αποκτά πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών που χρησιμοποιούν αυτές τις εφαρμογές. Δημιουργεί έτσι τη μεγαλύτερη βάση πληροφοριών που υπήρξε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία, όχι μόνο για λόγους αξιοποίησης της στους τομείς του marketing και των πωλήσεων, αλλά κυρίως για να ασκεί ιδεολογικό και κοινωνικό έλεγχο στον πληθυσμό της χώρας (γνωρίζοντας π.χ. τι βιβλία διαβάζει κάθε χρήστης αλλά και ποιες ιστοσελίδες επισκέπτεται).

Σε μια χώρα όπου έχει καθιερωθεί σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης με αντίστοιχες ποινές και προνόμια (5), το αν κάποιος Κινέζος πολίτης θα έχει πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, αν θα μπορεί να λάβει τραπεζικό δάνειο και να εκδόσει πιστωτική κάρτα ή ακόμη και αν θα του επιτρέπεται η πρόσβαση στα μέσα μεταφοράς, εξαρτάται άμεσα από την «εικόνα» που θα παρέχουν οι ψηφιακές συναλλαγές γι’ αυτόν στην κινεζική κυβέρνηση.

Δεύτερον, η πρόσβαση σε δεδομένα που αποκτούν οι κινεζικές εταιρείες και συνεπώς η επιρροή που ασκεί μέσω αυτών το Πεκίνο, δεν περιορίζεται μονάχα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες περιοχές της Ασίας, όπως το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη και η Ινδονησία, αλλά και σε αφρικανικά κράτη όπου η Κίνα έχει πρόσβαση εξαιτίας των επενδύσεων αλλά και του τεράστιου δανεισμού που έχει πραγματοποιήσει. Το γεγονός αυτό προκαλεί προβληματισμό σε πολλά ξένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Ινδία, που σπεύδουν να επιβάλλουν απαγορεύσεις στην εγχώρια χρήση κινεζικών ψηφιακών εφαρμογών.

Τρίτον, η χρήση αυτών των εφαρμογών διευρύνει τη χρήση του γουάν (ή ρενμίνμπι, όπως αλλιώς ονομάζεται) ως διεθνούς συναλλακτικού μέσου. Η Morgan Stanley αναφέρει σε μελέτη της ότι το κινεζικό εθνικό νόμισμα θα μπορούσε να ξεπεράσει το γιεν της Ιαπωνίας και την βρετανική στερλίνα, για να γίνει το τρίτο μεγαλύτερο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο έως το 2030, αντιπροσωπεύοντας μεταξύ 5% και 10% των παγκόσμιων συναλλαγματικών διαθεσίμων (6).

Στον αντίποδα αυτής της τάσης, βρίσκεται η δημιουργία των κρυπτονομισμάτων. Βασισμένα στην τεχνολογία του blockchain, τα κρυπτονομίσματα επιτρέπουν διεθνείς, αποκεντρωμένες, γρήγορες, φθηνές και κυρίως ανώνυμες συναλλαγές στους κατόχους τους, παρακάμπτοντας έτσι πιθανούς ελέγχους από κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες, καθώς και από άλλες δημόσιες αρχές.

Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης, είναι το γεγονός ότι το σημαντικότερο κρυπτονόμισμα, το Bitcoin, είχε στις αρχές Φεβρουαρίου ξεπεράσει σε κεφαλαιοποίηση το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια (7) (σχεδόν έξι φορές το ελληνικό ΑΕΠ του 2020 για να έχουμε μια τάξη μεγέθους στο μυαλό μας) και παρά την πρόσφατη πολύ ισχυρή πτώση του, αναμένεται μακροπρόθεσμα να αυξήσει την αξία του, εκτός και αν τεθεί υπό καθεστώς αυστηρών ρυθμιστικών διακρατικών περιορισμών.

Οι κυβερνήσεις δεν διάκεινται ευνοϊκά προς τα κρυπτονομίσματα, αφενός γιατί δεν μπορούν να ελέγξουν την ταυτότητα των χρηστών τους (γεγονός που διευκολύνει παράνομες συναλλαγές, από εμπόριο ναρκωτικών και όπλων μέχρι ξέπλυμα μαύρου χρήματος και υπόθαλψη της τρομοκρατίας) αφετέρου διότι χάνουν τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος που αποτελεί ένα βασικό εργαλείο των κεντρικών τραπεζών για τον καθορισμό κρίσιμων οικονομικών μεγεθών, όπως είναι ο πληθωρισμός και η ανεργία. Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση για την πιθανή καθιέρωση ψηφιακών νομισμάτων που θα εκδίδονται πλέον από τις κεντρικές τράπεζες των χωρών (Central Banks Digital Currencies) ενώ και το ίδιο το ΔΝΤ δεν έχει αποκλείσει να αναπτύξει κάποια στιγμή το δικό του ψηφιακό νόμισμα (8).

Η χώρα όμως που πρωτοστατεί στη συγκεκριμένη χρηματοοικονομική εξέλιξη είναι και πάλι η Κίνα, η οποία παρουσίασε πρόσφατα το «ψηφιακό γουάν» (9) το οποίο είναι διαθέσιμο στον κυβερνοχώρο, σε κινητά τηλέφωνα και σε πλαστικές κάρτες και άρχισε να χρησιμοποιείται πιλοτικά σε διαφορετικές περιοχές της χώρας.

Το Πεκίνο, με αυτήν την πρωτοβουλία του επιτυγχάνει πολλαπλά οφέλη: Πρωτίστως, διαπερνά το «τείχος ανωνυμίας» που δημιουργούν τα κρυπτονομίσματα, ενισχύοντας έτι περαιτέρω τον έλεγχο των ψηφιακών συναλλαγών των πολιτών. Μάλιστα, πρόσφατα απαγόρευσε σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες της χώρας να παρέχουν υπηρεσίες αποταμίευσης, πίστωσης ή δέσμευσης κρυπτονομισμάτων, καθώς και να εκδίδουν χρηματοοικονομικά προϊόντα που σχετίζονται με την κρυπτογράφηση (10).

Δευτερευόντως, δημιουργεί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που επιτρέπει ταχύτατες συναλλαγές με σχεδόν μηδαμινά συναλλακτικά κόστη, καθιστώντας έτσι ελκυστικότερη τη χρήση του ψηφιακού γουάν στο εμπόριο και στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές Τριτευόντως, αποκτά ένα κρίσιμο «γεωπολιτικό χρηματοπιστωτικό εργαλείο», καθώς το ψηφιακό γουάν δεν θα υπόκειται στο δυτικά ελεγχόμενο σύστημα διεθνών συναλλαγών SWIFT και επομένως μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κράτη όπως το Ιράν, η Βόρειος Κορέα, η Ρωσία, η Κούβα και η Βενεζουέλα για την παράκαμψη των οικονομικών κυρώσεων που κατά καιρούς τους έχουν επιβληθεί. Κάτι τέτοιο, φυσικά θα αποτελούσε ένα ισχυρό κίνητρο για μετατροπή των εθνικών νομισμάτων των χωρών αυτων ή και άλλων μορφών πλούτου που διαθέτουν (όπως χρυσό ή ασήμι) σε ψηφιακό γουάν, αυξάνοντας έτσι τη βαρύτητά του ρενμίνμπι ως αποθεματικού μέσου.

Μπορεί να αμφισβητηθεί η νομισματική κυριαρχία των ΗΠΑ;

Επί του παρόντος, η εκθρόνιση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος από το γουάν φαντάζει αρκετά μακρινή. Το δολάριο χρησιμοποιείται στο 75% των διεθνών δανείων που συνάπτονται και περίπου στο 90% των χρηματοοικονομικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται μέσω διεθνών τραπεζών, (11) ενώ αποτελεί και το 60% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, με το γουάν να καταλαμβάνει μόνο το 2% του συνόλου (12). Ποιοι θα μπορούσαν να είναι, λοιπόν, οι πιθανοί λόγοι της αμερικανικής ανησυχίας; Αρχικά, η πιθανότητα εκτίναξης του ύψους του αμερικανικού χρέους.

Μέχρι στιγμής, τα χαμηλά διεθνή επιτόκια επιτρέπουν στο αμερικανικό κράτος να χρηματοδοτεί τα ελλείμματα του και να ελπίζει ότι θα μειώσει σε βάθος χρόνου το χρέος του, μέσω της ανόδου του ρυθμού αύξησης του αμερικανικού ΑΕΠ και ενός ελεγχόμενου σταθερού πληθωρισμού. Αν όμως η μαζική προσφορά χρήματος που διοχετεύθηκε από την Fed στις αγορές τόσο κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 όσο και κατά την πρόσφατη πανδημική κρίση συνοδευόταν από μια απρόσεκτη δημοσιονομική πολιτική, θα ήταν δυνατό να προκαλέσει μία απότομη πληθωριστική άνοδο, που θα οδηγούσε με τη σειρά της σε μια υπέρμετρη αύξηση του αμερικανικού χρέους, συντείνοντας έτσι στην εκροή κεφαλαίων και αποδυναμώνοντας τον ρόλο του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος.

Ο δεύτερος κίνδυνος, προκύπτει από τις κοινωνικές εντάσεις και τις οικονομικές ανισότητες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Αν και ιστορικά έχει διαπιστωθεί ότι η αμερικανική οικονομία έχει ωφεληθεί σημαντικά από την εισροή μεταναστών που ενίσχυσαν την παραγωγικότητα, την κατανάλωση αλλά και την αύξηση του πληθυσμού, πλέον υπάρχει μια έντονη αντίθεση της κοινωνίας προς τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα.

Επιπλέον, οι οικονομικές ανισότητες στην χώρα έχουν οξυνθεί ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και έπειτα, τάση που φαίνεται να ενισχύεται περαιτέρω μετά τις οικονομικές αναταράξεις που προκάλεσε η πανδημία του Covid-19, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται και μία αναζοπύρωση των φυλετικών διενέξεων. Εντός αυτού του πλαισίου, η νέα κυβέρνηση Μπάϊντεν έχει δεσμευθεί να μειώσει τα εισοδηματικά χάσματα και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για τα μεσαία αμερικανικά στρώματα, επενδύοντας παράλληλα περισσότερα χρήματα στις δημόσιες υποδομές, στην παιδεία και την υγεία. Ο στόχος αυτός σε συνδυασμό με την προσπάθεια συγκράτησης του αμερικανικού χρέους, θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς την αύξηση της φορολόγησης των υψηλότερων εισοδηματικών τάξεων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Και εδώ φθάνουμε στο κρίσιμο σημείο: Θα επιδείξουν οι αμερικανοί επιχειρηματίες μεγαλύτερη «εθνική» ή «ταξική» συνείδηση; Δηλαδή, θα προτιμήσουν να δουν τα κέρδη τους να περιορίζονται χάριν της κοινωνικής σταθερότητας και μιας ενδεχόμενης μελλοντικής συνολικής ανάταξης της αμερικανικής οικονομίας ή θα σπεύσουν να διοχετεύσουν τα κεφάλαια τους σε νέες αγορές που υπόσχονται μεγαλύτερες βραχυπρόθεσμες αποδόσεις, με πιθανότερο προορισμό την Ασία;

Το αμερικανικό κράτος θα μπορούσε φυσικά να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, επιβάλλοντας περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων ή θέτοντας προσκόμματα φορολογικού ή επενδυτικού χαρακτήρα στις αμερικανικές πολυεθνικές. Όμως, σε αυτή την περίπτωση το αμερικανικό οικονομικό μοντέλο θα αποκτούσε έναν πιο αυταρχικό χαρακτήρα και θα άρχιζαν να θολώνουν οι διαχωριστικές γραμμές με τον κινεζικού τύπου καπιταλισμό.

Ο τρίτος κίνδυνος, είναι το κινεζικό κράτος να επιτυχεί καθοριστικά τεχνολογικά άλματα στα πεδία της τεχνητής νοημοσύνης και της κβαντικής υπολογιστικής, λόγω της επιστημονικής στοχοπροσήλωσης που επιδεικνύει -η οποία και διευκολύνεται από τον κινεζικό χαρακτήρα διακυβέρνησης- του πολυάριθμου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει, αλλά και εξαιτίας των μαζικών επενδύσεων που πραγματοποιεί τα τελευταία έτη σε τέτοιου είδους ερευνητικά προγράμματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα δημιουργούσε πλεονεκτήματα για το Πεκίνο όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και της άμυνας. Βεβαίως, το ερώτημα που τίθεται σε αυτή την περίπτωση είναι το αν η Κίνα μπορεί να καταστεί ο «παγκόσμιος πρωταθλητής» της καινοτομίας, εντός ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος που δεν συγχωρεί εύκολα το λάθος και περιορίζει τις πρωτοβουλίες που έχουν τη λογική της από «κάτω προς τα πάνω» (down to top) ανάπτυξης.

Επανερχόμενοι στο μοντέλο των ηγεμονικών κύκλων που αναλύσαμε ανωτέρω στο κείμενο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Τζιοβάνι Αρίγκι θεωρεί (13) ότι δεν υπάρχει καμία χώρα που θα μπορούσε να υπερκεράσει τα συνολικά γεωγραφικά, οικονομικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ και συνεπώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε μελλοντικά να συμβεί μόνον από ένα «παγκόσμιο κράτος» (ή για να το θέσουμε διαφορετικά, από μία νέου είδους σύνθετη και ίσως αποκεντρωμένη «αυτοκρατορία»).

Το αν αυτό το «παγκόσμιο κράτος» θα αποτελείται από χώρες της Ανατολικής Ασίας ή από μια γεωπολιτική σύμπτυξη ισχύος μεταξύ δυνάμεων όπως π.χ. η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν κανείς δεν το γνωρίζει. Η κατάκτηση της ηγεμονικής θέσης απαιτεί όμως και τη συγκρότηση παγκόμιων θεσμικών προϋποθέσεων (χρηματοοικονομικών, γεωπολιτικών, κοινωνικών) μέσα στις οποίες η διεθνής κοινότητα αισθάνεται μια σχετική σταθερότητα και ασφάλεια. H «απώλεια» αυτής της θεσμικής κυριαρχίας από την παρούσα ηγεμονική δύναμη και ο «μετασχηματισμός» της από τον εκάστοτε ανερχόμενο ηγεμόνα, είναι μια διαδικασία χρονοβόρα και έπεται συνήθως μεγάλων περίοδων αστάθειας, που συμπεριλαμβάνουν οικονομικές κρίσεις αλλά και γενικευμένες πολεμικές συγκρούσεις.

Η Κίνα μελλοντικά θα αντιμετωπίσει μια σειρά από αυξανομενες προκλήσεις που αφορούν τις διερυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, τη σταδιακή γήρανση του πληθυσμού, τη πιθανή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ της, τις αναταράξεις που προκαλεί ο αποκλεισμός ισχυρων οικονομικών δρώντων από την πολιτική εξουσία, καθώς και τις πιέσεις για εκδημοκρατισμό –έστω και μερικό- που θα επιφέρει ο σχηματισμός μιας ολοένα και αυξανόμενης αστικής τάξης.

Το αν το Πεκίνο θα επιδείξει στρατηγική υπομονή (όπως συνήθως κάνει) αναμένοντας την ωρίμαση των συνθηκών που προσδοκά ότι θα του αποφέρουν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα στην κατανομή του διεθνούς καταμερισμού ισχύος ή αν θα σπεύσει να εκμεταλλευτεί το «παράθυρο ευκαιρίας» που του παρέχουν οι παρούσες γεωπολιτικές συγκυρίες και η προσωρινή πολιτική εσωστρέφεια των ΗΠΑ, θα το δείξει ο ιστορικός χρόνος.

(1) Braudel Fernand, Civilization and Capitalism 15th-18th Century (τ. 3): The Perspective of the World, Harper and Row, Νέα Υόρκη 1979.

(2) Arrighi, Giovanni, Τα Μονοπάτια του Κεφαλαίου. Δύση και Ανατολή: Κράτη, Αγορές και Καπιταλισμός, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Δεκέμβριος 2014. σελ. 29-60. Μια πιο λεπτομερή ανάλυση της συγκεκριμένης ερμηνείας των ηγεμονικών κύκλων που περγράφονται στο σώμα του κειμένου μπορεί κάποιος να βρει στο Arrighi, Giovanni & Silver Beverly J. “Capitalism and World (Dis)Order” Review of International Studies, Vol 27, No5, Δεκέμβριος 2005 και στο Arrighi, Giovanni, The Long Twentieth Century: Money, Power and the Origins of Our Times, Verso, Λονδίνο 2007.

(3) Marx, Karl, Capital, τ. 1, 1867. Ανατύπωση, Foreign Languages Publishing House, Μόσχα 1959.

(4) Schadlow, Nadia & Kang,  Richard , «Η Xρηματοοικονομική Tεχνολογία είναι ο Δούρειος Ίππος της Κίνας», Foreign Affairs (the Hellenic Edition), 15/01/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(5) Ma. Alexandra & Canales, Katie, “China's 'Social Credit' System Ranks Citizens and Punishes Them With Throttled Internet Speeds and Flight Bans If The Communist Party Deems Them Untrustworthy”, Business Insider, 9/05/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(6) Cheng Evelyn, “China’s Yuan Could Become The World’s Third Largest Reserve Currency In 10 Years, Morgan Stanley Predicts”, CNBC, 04/09/2020. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(7) «Έσπασε το «Φράγμα» του 1 Τρισ. Δολαρίων η Αξία του Bitcoin», Liberal.gr, 19/02/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(8) «Lagarde: Το ΔΝΤ Mπορεί να Aναπτύξει το Δικό Του...Bitcoin», Capital.gr, 13/10/2017. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(9) Kharpal, Arjun, “China has Given Away Millions in its Digital Yuan Trials. This is How it Works”,CNBC, 04/03/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(10) «Η Κίνα Απαγορεύει τα Κρυπτονομίσματα, το Bitcoin Υποχωρεί», In.gr,19/05/2021. Διαθέσιμο στο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(11) Sharma, Ruchir, «Το Έθνος που Επανέρχεται», Foreign Affairs (the Hellenic Edition), 15/02/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(12) Γεωργακόπουλος, Στέφανος, «Ευρώ και Γουάν δεν Απειλούν την Πρωτιά του Δολαρίου», Deutsche Welle, 17/03/2021. Διαθέσιμο εδώ (τελευταία πρόσβαση 22/5/2021).

(13) Arrighi, Giovanni, ό.π.

* Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος και διεθνολόγος.