Για τέσσερις παράγοντες που ενδέχεται να διατηρήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, παρά τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας από τις τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου που ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2015, κάνει λόγο η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η ΤτΕ περιγράφει τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στον χρηματοπιστωτικό κλάδο την περίοδο 2010-2015 και επισημαίνει τους κινδύνους που θα μπορούσαν να εμποδίσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, προειδοποιώντας για την αποφασιστική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για την επιστροφή καταθέσεων.
«Στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση», αναφέρει η ΤτΕ, στην έκθεση που δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Μάλιστα, η ΤτΕ υπογραμμίζει το γεγονός ότι βάσει των εκτιμήσεων, το πιστοδοτικό κενό για την ελληνική οικονομία ξεπερνά τα 34,5 δισ. ευρώ.
Οι αρνητικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση του πιστωτικού κινδύνου σε υψηλό επίπεδο είναι, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι εξής:
(α) οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, οπότε στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
(β) η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.
(γ) η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.
(δ) μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων, όπου σε περίπτωση απώλειας του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη με την πώληση του ακινήτου τους, ενώ από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.
Σε ότι αφορά τις συνθήκες ρευστότητας, η ΤτΕ αναφέρει ότι μια μελλοντική συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μπορεί να βελτιώσει τη ρευστότητα των τραπεζών, ειδικότερα όταν υπάρξει διεύρυνση των περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούν να αγοραστούν από την ΕΚΤ μέσω του συγκεκριμένου προγράμματος.
Συνδυαστικά, η πραγματοποιηθείσα επαναφορά του “waiver” με τη δυνατότητα συμμετοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις παρεμβάσεις ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, εκτιμάται ότι θα έχουν σημαντική θετική επίδραση στα αποτελέσματα των τραπεζών, ύψους 400 με 500 εκατομμύρια ευρώ.
Η βελτίωση της ρευστότητας με ευνοϊκούς όρους θα συντελέσει σε τόνωση της πιστοδοτικής ικανότητας των τραπεζών, συμβάλλοντας μακροπρόθεσμα στην επαναλειτουργία του διαμεσολαβητικού τους ρόλου για την παροχή πιστώσεων στην πραγματική οικονομία.
«Πρέπει να επισημανθεί ότι έμμεσα, αλλά ακόμη πιο σημαντικά οφέλη μπορούν να προκύψουν από την αναμενόμενη αύξηση της πιστοληπτικής διαβάθμισης τόσο της χώρας όσο και των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο η σημαντικότερη άμβλυνση των πιέσεων στη ρευστότητα των τραπεζών και στο κόστος χρηματοδότησης θα εξαρτηθεί και από την υλοποίηση των μακροοικονομικών προβλέψεων για την Ελλάδα, οι οποίες όμως δεν έχουν λάβει υπόψη τις οικονομικές επιπτώσεις από το μη αναμενόμενο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Μεγάλη Βρετανία για την έξοδό της από την ΕΕ. Στην περίπτωση που οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις δεν αναθεωρηθούν προς το δυσμενέστερο, θα αμβλυνθούν περαιτέρω οι πιέσεις στη ρευστότητα των τραπεζών και στο κόστος χρηματοδότησης, ενώ οι τράπεζες, υπό προϋποθέσεις, θα μπορέσουν να εκδώσουν και πάλι τίτλους στις αγορές γεγονός που θα τους παρέχει την αναγκαία διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησής τους.
Εφόσον η σταθεροποίηση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος συνδυαστεί και με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, η δυνατότητα για μεγαλύτερη άντληση ρευστότητας μέσω της διατραπεζικής αγοράς θα αυξηθεί. Όμως, οι προοπτικές ουσιαστικής ανάκαμψης της καταθετικής βάσης θα εξακολουθήσουν να είναι πολύ περιορισμένες, στο βαθμό που δεν έχουν πλήρως αρθεί οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, παρά το γεγονός ότι τα νοικοκυριά ενδέχεται να επανατοποθετήσουν σε λογαριασμούς καταθέσεων ένα μικρό μέρος των αποταμιεύσεών τους που διακρατούν με τη μορφή μετρητών.
Στο βαθμό που εξακολουθεί να υπάρχει η αβεβαιότητα τόσο στο επιχειρηματικό όσο και στο μακροοικονομικό περιβάλλον, μια μονιμότερη εισροή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα ενδέχεται να μετατεθεί για το μέλλον. Επιπροσθέτως, και δεδομένου ότι δεν αναμένεται σημαντική επιστροφή καταθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το επίπεδο των εξασφαλίσεων δεν είναι επαρκές για να υποστηρίξει τις ανάγκες ρευστότητας, η άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα θα παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα - αν και με πτωτική τάση -, ενώ ο μηχανισμός ELA αναμένεται να παραμείνει ενεργοποιημένος μεσοπρόθεσμα.
*Δείτε ΕΔΩ ολόκληρη την έκθεση της ΤτΕ