Του Βασίλη Γεώργα
Η κυβέρνηση έχει θεωρητικά δύο επιλογές μπροστά της αν θέλει να αποφύγει ένα 4ο Μνημόνιο χρηματοδότησης, για την πιθανότητα του οποίου μιλά ανοιχτά πλέον και ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας.
Η πρώτη είναι να υπογράψει το καλοκαίρι του 2018 και εφόσον έχουν πάει όλα καλά με την οικονομία και τα stress test των τραπεζών, μια «light» συμφωνία χρηματοδότησης με τους πιστωτές ώστε η χώρα να αποκτήσει πρόσβαση σε μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης από τα «υπόλοιπα» του 3ου Μνημονίου.
Η δεύτερη είναι να υλοποιήσει μέχρι κεραίας το 3ο πρόγραμμα ολοκληρώνοντας τουλάχιστον άλλες τρεις αξιολογήσεις σε 14 μήνες ώστε να αντλήσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί μέσω της εκταμίευσης δόσεων ύψους τουλάχιστον 18 δισ. ευρώ και δημιουργήσει έτσι η ίδια ένα σημαντικό κεφαλαιακό μαξιλάρι.
Τον τελικό λόγο θα τον έχουν το 2018 οι δανειστές που κρατούν και το μαχαίρι (τα λεφτά) και το πεπόνι (τη δυνατότητα ρύθμισης του χρέους). Αμφότερα, εφόσον πρόκειται να παρασχεθούν στην Ελλάδα ώστε να υποστηριχθεί η επιστροφή της στις αγορές, θα δοθούν έναντι απαιτητικών ανταλλαγμάτων που πιθανότατα θα ξεπερνούν κατά πολύ τα στενά χρονικά όρια εκπνοής του τρίτου μνημονίου.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πάντως, το ελληνικό κράτος θα πρέπει το 2018 να έχει εξασφαλίσει πρόσβαση σε κεφάλαια τα οποία θα αποτελούν ένα είδος εγγύησης προς τους επενδυτές. Η πρόβλεψη για «υποστήριξη» της εξόδου στις αγορές εμπεριέχεται και στο ανακοινωθέν του Eurogroup στο οποίο αναφέρεται ότι οι μελλοντικές εκταμιεύσεις θα πρέπει να καλύπτουν όχι μόνο την ανάγκη εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου αλλά και την περαιτέρω δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων.
Είναι προφανές πως για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους, ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιλέξει στα λόγια τη δεύτερη λύση. Αυτή της δημιουργίας αποθεματικού ύψους 9-10 δισ. ευρώ με τα κεφάλαια που προβλέπεται να εισπράξει εφαρμόζοντας το υφιστάμενο τρίτο Μνημόνιο η Ελλάδα. Είναι αμφίβολο, όμως, αν αυτά τα κεφάλαια θα θεωρηθούν επαρκή για να σχηματίσουν την εγγύηση που απαιτείται για απευθείας δανεισμό από τις αγορές.
Η πρώτη λύση, της πιστοληπτικής γραμμής -παρότι θεωρητικά μπορεί να εξασφαλίσει περισσότερα κεφάλαια χωρίς αυτά να επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος ως νέος δανεισμός εφόσον δεν εκταμιευτούν- απορρίπτεται προς το παρόν από την κυβέρνηση.
Και αυτό επειδή είναι δεδομένο ότι η πιστοληπτική γραμμή προϋποθέτει την αποδοχή ενός νέου Μνημονίου που θα χρηματοδοτηθεί μεν με το περίσσευμα του 3ου Προγράμματος, αλλά θα περιλαμβάνει πρόσθετες δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις ή και δημοσιονομικά μέτρα. Δεσμεύσεις τις οποίες ο Πρωθυπουργός ισχυρίζεται πως δεν χρειάζεται να αναλάβει η χώρα, σε αντίθεση με τα μηνύματα των δανειστών ότι η χώρα βρίσκεται ακόμη στη μέση του μεταρρυθμιστικού της δρόμου.
Για να δημιουργήσει, όμως, η χώρα «μαξιλάρι ρευστότητας» (capital buffer) σημαίνει ότι τους επόμενους 14 μήνες ως τον Αύγουστο του 2018 που εκπνέει το τρίτο μνημόνιο, θα πρέπει η κυβέρνηση να επιδοθεί σε έναν πρωτοφανή αγώνα ταχύτητας για να ολοκληρώσει τουλάχιστον τρεις αξιολογήσεις, μια ανά 3-4 μήνες και να αντλεί διαρκώς χρήματα από τον ESM.
Μέχρι σήμερα κάθε αξιολόγηση διαρκεί τουλάχιστον ένα χρόνο, συνεπώς η ιστορία της πιστής τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων δεν είναι με το μέρος του συγκεκριμένου σχεδίου.
Αλλά το κυριότερο πρόβλημα δεν είναι τόσο ο χρόνος, όσο η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να «υιοθετήσει την ιδιοκτησία» του μνημονίου και να υλοποιήσει ένα προς ένα τα 118 προαπαιτούμενα που προβλέπουν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο, τις ιδιωτικοποιήσεις και την αγορά εργασίας ή και όσα νέα προστεθούν στην πορεία των διαπραγματεύσεων.
Από το 2015 μέχρι και σήμερα η Ελλάδα έχει πάρει 31,7 δις. ευρώ από τα 86 δισ. που προβλέφθηκαν ως δάνεια στο τρίτο μνημόνιο και τα οποία στην πραγματικότητα είναι αρκετά λιγότερα καθώς προβλέπονταν καθώς η συμβολή του ΔΝΤ είχε προβλεφθεί στα 16 δισ. ευρώ. Με τη δόση των 8,5 δισ. της δεύτερης αξιολόγησης οι εκταμιεύσεις θα έχουν φτάσει στα 40,2 δισ. ευρώ.
Στελέχη του υπουργείου Οικονομικών κρίνουν σκόπιμο η 3η αξιολόγηση μέσω της οποίας η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να λάβει επιπλέον 5 δισ. ευρώ, να έχει ολοκληρωθεί πριν τα Χριστούγεννα ώστε αρχές Ιανουαρίου του 2018, να έχει ξεκινήσει η 4η αξιολόγηση που θα της εξασφαλίσει άλλα 5 δισ. ευρώ.
Έχοντας ήδη λάβει αυτά τα 10 δισ. ευρώ που παρέχουν τη δυνατότητα να καλυφθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι τον Αύγουστο του 2018 (9,8 δισ. ευρώ) η κυβέρνηση στοχεύει με την επισκόπηση που θα γίνει το λίγο πριν την εκπνοή του προγράμματος, να εκταμιεύσει άλλα 8-9 δισ. ευρώ από τα περίπου 20 δις. ευρώ που θα έχουν περισσέψει. Τα κεφάλαια αυτά είναι που θεωρητικά θα χτίσουν το αποθεματικό κεφάλαιο το οποίο θα αξιοποιηθεί για να διευκολύνει την επιστροφή της χώρας στις αγορές.