Κατανάλωση, η μόνιμη κινητήριος δύναμη της οικονομίας
shutterstock
shutterstock

Κατανάλωση, η μόνιμη κινητήριος δύναμη της οικονομίας

Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να δηλώνει ικανοποιημένη για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πρώτο τρίμηνο του 2024, καθώς έτρεξε με αύξηση 2,1% έναντι ενός ισχνού 0,4% στην Ευρωζώνη, δηλαδή με πενταπλάσια ταχύτητα.

Εκείνα που δεν δικαιολογούν ενθουσιασμό είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης, καθώς επιβεβαιώνουν ότι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας μας δεν ήταν ούτε οι επενδύσεις, ούτε οι εξαγωγές, αλλά ο συνήθης ύποπτος, δηλαδή η κατανάλωση.

Η συνταγή της οικονομίας δεν λέει να αλλάξει και τα νοικοκυριά συνεχίζουν να ξοδεύουν. Αν συγκρίνει κανείς το πρώτο φετινό τρίμηνο με το αντίστοιχο περυσινό, η τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 1,1%, με εκείνη των νοικοκυριών να τρέχει με ρυθμό 2,2%, έναντι μείωσης 4% της δημόσιας.

Οι επενδύσεις, δηλαδή ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου, ναι μεν αυξήθηκαν κατά 2,9%, ωστόσο η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο για το 2024, μια αύξηση 9,1% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου. Και είναι σίγουρα αξιοσημείωτη η αύξηση (7,1%) έναντι του αμέσως προηγούμενου τριμήνου, δηλαδή του τελευταίου του 2023, ωστόσο αυτό που μετρά είναι η σύγκριση σε ετήσια βάση.

Συγκριτικά με πέρυσι, όπου η χρονιά έκλεισε με αύξηση 3,9% (έναντι αρχικής πρόβλεψης για 15,5%), φέτος στο πρώτο τρίμηνο οι επενδύσεις κινούνται με ελαφρώς υψηλότερο ρυθμό, μακριά όμως ακόμη από τις απαιτούμενες επιδόσεις για να αρχίσουμε να μειώνουμε το επενδυτικό κενό με την Ευρωζώνη. Το ποσοστό των ελληνικών επενδύσεων στο ΑΕΠ κινείται στο 14%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη βρίσκεται στο 22%.

Στο πρώτο πάντα τρίμηνο παρατηρείται κάτι ακόμη, το οποίο αφορά το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξαγωγές αγαθών παρουσίασαν μείωση 8,8%, αλλά οι εισαγωγές κατέγραψαν νέα αύξηση 2,5%, επιτείνοντας το πρόβλημα για το οποίο «φωνάζει» όλο και ποιο συχνά ο κεντρικός τραπεζίτης, Γιάννης Στουρνάρας. Το έλλειμμα αυτό ναι μεν κατέγραψε μείωση το 2023, αλλά παραμένει στο 6,4% του ΑΕΠ το 2023, δηλαδή είναι υψηλό και μάλιστα κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το 2019.

Αναμένεται να μειωθεί φέτος, ωστόσο με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν που δημοσιεύτηκαν το Μάιο, θα διατηρηθεί ψηλά, στο 5,2% του ΑΕΠ, ποσοστό που μπορεί να μη φτάνει τα προμνημονιακά επίπεδα, αλλά θα είναι το 2ο μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη, που έχει κατά μέσον όρο πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζει να είναι πολύ ισχυρότερη του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ότι η επίδοση του α’ τριμήνου είναι συμβατή με την πρόβλεψη για ετήσιο ρυθμό 2%-2,5%, ωστόσο αυτό που πρέπει πάντα να βλέπουμε είναι η σύνθεση της ανάπτυξης.

Η εγχώρια κατανάλωση, σχεδόν 70% του ΑΕΠ, παραμένει η κινητήριος δύναμη της ελληνικής οικονομίας και η υψηλότερη στην Ε.Ε. Το ποσοστό δεν έχει αλλάξει δραματικά από αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009, πριν ξεσπάσει η μεγάλη ύφεση. Το νέο παραγωγικό μοντέλο με λιγότερη στήριξη στην κατανάλωση, περισσότερη εξωστρέφεια, ανταγωνιστικότητα και επενδύσεις, παραμένει το ζητούμενο.

Την ίδια στιγμή, παρά την ακρίβεια, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να καταναλώνουν, κάτι που φαίνεται από τον όγκο των λιανικών πωλήσεων για το α' τρίμηνο του 2024 (όχι τον τζίρο, καθώς αυτός διογκώνεται λόγω του πληθωρισμού), ο οποίος αυξήθηκε σε ετήσια βάση 5,4%.

Κάποιος θα απορήσει για την πρωτοφανή ανθεκτικότητα των οικονομικών των νοικοκυριών σε μια χώρα που μόλις πριν μερικά χρόνια γνώρισε μια τεράστια οικονομική καταστροφή, η οποία πλήττεται, όπως και η υπόλοιπη ΕΕ από την ακρίβεια, και όπου τα εισοδήματα, όσο και να έχουν αυξηθεί, δεν μπορούν να καλύψουν ολόκληρη την αύξηση του βιοτικού επιπέδου.

Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στο μαύρο χρήμα, το οποίο στην Ελλάδα υπολογίζεται ανάμεσα σε 20%- 26% του ΑΕΠ, με τη χώρα να φιγουράρει μεταξύ των πρώτων στην κατάταξη του ΟΟΣΑ. Η μαύρη οικονομία δηλαδή στην Ελλάδα μπορεί να κινείται ακόμη και πάνω από τα 50 δισ. ευρώ (παλαιότερα ο Γιάννης Στουρνάρας την είχε υπολογίσει στα 60 δισ.).

Τα ερωτήματα που δημιουργούνται εδώ είναι δύο. Το πρώτο αφορά το για πόσο ακόμη θα συνεχίσουν να έχουν τα ελληνικά νοικοκυριά την ίδια δυνατότητα να ξοδεύουν, έστω και με τα σημερινά χαρακτηριστικά, άρα να συντηρούν ψηλά την ιδιωτική κατανάλωση, που με τη σειρά της συντηρεί ρυθμούς ανάπτυξης, πολλαπλάσιους της Ευρωζώνης, της τάξης του 2%-2,5%. Τι θα συμβεί αν κάποια στιγμή αυτή η ανθεκτικότητα των ελληνικών νοικοκυριών αρχίσει να κάμπτεται, τι θα την υποκαταστήσει;

Το δεύτερο ερώτημα συνδέεται ευθέως με αυτό που έχει αναδείξει συχνά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, δηλαδή το λεγόμενο «κενό αποταμίευσης». Με άλλα λόγια, το έλλειμμα της αποταμίευσης σε σχέση με τις επενδύσεις, το οποίο αποτυπώνει και τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού αναπτυξιακού μοντέλου.

Το πολύ αυτό μαύρο χρήμα που δεν μπορεί να μπει στο τραπεζικό σύστημα και άρα πρέπει να «φαγωθεί», ναι μεν ενισχύει την ιδιωτική κατανάλωση, όπως αποτυπώνεται και στα στοιχεία για τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά την ίδια στιγμή αυξάνει το «κενό αποταμίευσης».

Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι εθνικές αποταμιεύσεις χρηματοδοτούν εμμέσως τμήμα των επενδύσεων. Τα νοικοκυριά δεν καταναλώνουν ολόκληρο το εισόδημα τους, παρά επενδύουν μέρος του σε μετοχές και ομόλογα επιχειρήσεων, ενώ σε ότι αφορά τις τράπεζες, όσο περισσότερες είναι οι καταθέσεις τόσο ευκολότερα αυτές δανείζουν την οικονομία. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στην Ευρωζώνη.

Στην Ελλάδα ωστόσο οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται κυρίως από το εξωτερικό, γεγονός που οδηγεί στο επόμενο πρόβλημα, την υψηλή εξάρτηση της χώρας από τον εξωτερικό δανεισμό.

Αυτή η αυξανόμενη προσφυγή σε εξωτερικό δανεισμό αντανακλάται στα επίμονα υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την τελευταία 20ετία. Η διαφορά εθνικών επενδύσεων και αποταμιεύσεων είναι ίση με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Όσο οι επενδύσεις δεν χρηματοδοτούνται από εγχώριες αποταμιεύσεις, τόσο αυτό μεγαλώνει.

Τα στοιχεία λοιπόν για το πρώτο τρίμηνο, πέραν του γεγονότος ότι ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει πέντε φορές υψηλότερος εκείνου στην Ευρωζώνη, δείχνουν ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που πέρυσι έκλεισε στο 6,4% του ΑΕΠ, μεγαλώνει σταθερά.

Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 5,7%, με τις εξαγωγές αγαθών να μειώνονται κατά 8,8%, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 1,5%. Οι δε, εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 3,1%, με τις εισαγωγές αγαθών αυξημένες κατά 2,5% και τις εισαγωγές υπηρεσιών αυξημένες κατά 4,8%.

Εν ολίγοις, η χώρα συνεχίζει να ξοδεύει πολύ περισσότερα απ’ όσα παράγει ή για να το πούμε διαφορετικά δεν υπάρχουν επαρκείς εγχώριες αποταμιεύσεις για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.