Κάτι πρέπει να γίνει με τα φέσια στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία

Κάτι πρέπει να γίνει με τα φέσια στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία

Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, οι υποχρεώσεις των πολιτών προς το Δημόσιο συνεχώς αυξάνονται. Το φως της δημοσιότητας δεν πέφτει συχνά σε αυτό το κεφάλαιο. Αντιθέτως το ενδιαφέρον των πολιτών εστιάζει περισσότερο στη ραγδαία αύξηση των φορολογικών εσόδων που έχει επιτευχθεί μέσα από την ψηφιακή καταγραφή ολοένα και μεγαλύτερου τμήματος της πραγματικής οικονομίας. Μια αύξηση που όπως υπόσχεται η κυβέρνηση θα οδηγήσει στη μείωση των φορολογικών συντελεστών μέχρι τις εκλογές του 2027.

Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές λοιπόν προς την εφορία παραμένουν σταθερά πάνω από τα 100 δισ. ευρώ, ευρισκόμενες φέτος τα 108 δισ. ευρώ. Περίπου 4 εκατ. πολίτες και νομικά πρόσωπα εμφανίζονται σταθερά ως οφειλέτες προς το ελληνικό Δημόσιο. Τα χρέη που είναι θεωρητικώς εισπράξιμα είναι πάνω από 80 δισ. ευρώ, αφού τα 26 δισ. ευρώ έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως ανεπίδεκτα είσπραξης. Και από τα «θεωρητικώς εισπράξιμα» μόλις τα 3,6 δισ. ευρώ βρίσκονται σε ρύθμιση. Τα υπόλοιπα παραμένουν ακίνητα και μας κοιτάνε. 

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024 είχαν συσσωρευτεί και νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές του 2024 ύψους 6,7 δισ. ευρώ, από τη μη καταβολή ΦΠΑ, φόρου εισοδήματος και φόρων περιουσίας. Δεν έχουν καταβληθεί δηλαδή στο Δημόσιο, φόροι που έχουν πληρώσει οι καταναλωτές ως ΦΠΑ, καθώς και φόροι από το εισόδημα που ήδη έχουν εισπράξει οι ασυνεπείς φορολογούμενοι. 

Παρόμοια κατάσταση συναντάται και στα ασφαλιστικά ταμεία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΚΕΑΟ (Κέντρου Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών) οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αγγίζουν τα 50 δισ. ευρώ. Με τους οφειλέτες να πλησιάζουν τα 2,1 εκατ. φυσικά και νομικά πρόσωπα. Και εδώ το ποσό που χαρακτηρίζεται ως ανεπίδεκτο είσπραξης φτάνει τα 10 δισ. ευρώ. Οι ενεργές και ολοκληρωμένες ρυθμίσεις καλύπτουν ένα συνολικό ποσό της τάξης των 8,2 δισ. ευρώ. 

Δηλαδή στην καλύτερη των περιπτώσεων οι φορολογούμενοι – ιδιώτες και νομικά πρόσωπα – χρωστούν στο Δημόσιο συσσωρευμένο ποσό ύψους 120 δισ. ευρώ και άλλα 38 δισ. ευρώ τα οποία έχουν γραφτεί στην άμμο, που πέρασε από πάνω της το κύμα. Δηλαδή περίπου στο μισό του ΑΕΠ του 2024.

Από την φιλοσοφία του «φεσιού» που είναι διάχυτη στις οικονομικές συναλλαγές μας, δεν θα μπορούσε να λείψει ούτε το Δημόσιο. Το Δημόσιο χρωστάει στην αγορά περισσότερα από 3 δισ. ευρώ, υπό τη μορφή τόσο ληξιπρόθεσμων οφειλών, όσο και εκκρεμών επιστροφών φόρων. Αποστερώντας ρευστότητα από την αγορά και οδηγώντας τις επιχειρήσεις στις οποίες χρωστά, στη μη εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων. 

Πώς εξηγείται το γεγονός ότι δεν καταβάλλεται ΦΠΑ σε ένα αναπτυξιακό περιβάλλον; Πώς εξηγείται η μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών σε περιβάλλον ψηφιακής παρακολούθησης της απασχόλησης; Είναι άραγε ένα φαινόμενο που συνηθίζεται να αποκαλείται ως «κίνηση ανάγκης», διότι μόνο μέσω της μη εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων, κάποιες επιχειρήσεις και κάποιοι ελεύθεροι επαγγελματίες μπορούν να παραμένουν όρθιοι; Ή είναι μια συνήθης και κλασσική παραβατική πρακτική; Μήπως οι φορολογικές επιβαρύνσεις πνίγουν πράγματι τις επαγγελματικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες;

Όπως και να έχει, η σκυτάλη των «φεσιών», είναι ένα ιδιαίτερο νοσηρό και επικίνδυνο φαινόμενο. Διότι μια σειρά από επιχειρήσεις και επαγγελματίες παρασιτούν παρακρατώντας χρήματα τρίτων, με αποτέλεσμα οι φορολογικά συνεπείς επιχειρήσεις πέφτουν θύματα του ανταγωνισμού από τους ανωτέρω παραβάτες οι οποίοι στην ουσία κάνουν χρήση μια άτυπης, «άτοκης και παράνομης» χρηματοδότησης από το Δημόσιο. Και διότι οι φορολογούμενοι πολίτες που εξυπηρετούν τις οφειλές τους, νοιώθουν ότι είναι κορόιδα πρώτης τάξεως.

Η δουλειά που γίνεται στο Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών όσον αφορά την είσπραξη παλαιών οφειλών κρίνεται από όλους ως επιτυχημένη. Ωστόσο τα 80 δισ. ευρώ της εφορίας και τα εναπομείναντα 40 δισ. ευρώ στο ΚΕΑΟ αποτελούν ένα τεράστιο βαρίδι, για τους φορολογούμενους. Οι οποίοι εξαιρετικά δύσκολα μπορούν να διανοηθούν ότι κάποιοι με τεράστια χρέη και υποχρεώσεις παραμένουν στο απυρόβλητο, ενώ οι ίδιοι δοκιμάζονται μήνα με το μήνα για να διατηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις σε τάξη.