Πριν ακόμα ξεκινήσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που μετέβαλε με ταχύτατο και οδυνηρό τρόπο τα οικονομικά δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο, το μέλλον της κινεζικής οικονομίας, έχει μπει στο μικροσκόπιο των αναλυτών και των επενδυτών. Ειδικά μετά το αρχικό «σκάσιμο» της φούσκας των ακινήτων το 2021.
Το ενδεχόμενο να μην μπορέσει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των Κινέζων στην αγορά των ακινήτων, η οποία έχει πληγεί από μία σειρά χρεοκοπιών κατασκευαστών, αλλά και από την πτώση των τιμών στη γη και στα διαμερίσματα ήταν ορατό. Η άνθηση των ακινήτων στην Κίνα στηρίχθηκε σε ένα μη διατηρήσιμο μοντέλο, το οποίο ωφελούσε τις τοπικές κυβερνήσεις και ενθάρρυνε τους Κινέζους να επενδύσουν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεών τους σε ακίνητα.
Ακόμα και οι αρχικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την κινεζική οικονομία προέβλεπαν ανάπτυξη της τάξης του +4,8% το 2022, έναντι +8,1% το 2021, παρ’ όλο που το Πεκίνο έχει θέσει το στόχο στο +5,5% Μεγάλο μέρος της μείωσης αυτής, ήταν επακόλουθο της κρίσης που είχε σηματοδοτηθεί μετά από τη δυσκολία για την αποπληρωμή των χρεών του γίγαντα του real estate, Evergrande.
Και δεν είναι μόνο η υπερθέρμανση των τιμών των ακινήτων που προβληματίζει. Είναι και η ραγδαία αύξηση του χρέους, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, η οποία θα επιβαρυνθεί από την τρέχουσα αυξητική πορεία των επιτοκίων. Μια πορεία που φέρνει το ενδεχόμενο πλήρους χρεοκοπίας της Evergrande, της Kaisa και άλλων εταιρειών ακινήτων, αλλά και των ιδιωτών δανειοληπτών και πάλι στο προσκήνιο.
Εκτός από τη φούσκα των ακινήτων, την αύξηση των επιτοκίων, τον κίνδυνο από την αθέτηση πληρωμών και υποχρεώσεων και την αποκλιμάκωση των ρυθμών ανάπτυξης, που προβληματίζουν τους επενδυτές, παρατηρείται μια θεμελιώδης μεταβολή των προτεραιοτήτων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Μια θεμελιώδης αλλαγή.
Μέχρι πρότινος, η οικονομία βρισκόταν στο προσκήνιο, μαζί με την αυξανόμενη ευημερία μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Αυτές ήταν οι προτεραιότητες του Πεκίνου. Ωστόσο, σήμερα το ενδιαφέρον εστιάζεται όλο και περισσότερο στην εθνική ασφάλεια.
Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τον τρόπο που αντιδρά η κυβέρνηση στα κρούσματα covid-19, με κλείσιμο, πόλεων, επιχειρήσεων, λιμανιών και λοιπών δραστηριοτήτων, αλλά και από τους υψηλότερους τόνους σε εθνικά θέματα, όπως για την Ταϊβάν και τα νησιά που γειτονεύουν με την Ιαπωνία. Η εθνική ασφάλεια, σαν αυτοσκοπός, έχει όμως παρενέργειες.
Για παράδειγμα, στο λιμάνι της Σαγκάης συσσωρεύονται εμπορευματοκιβώτια και η εφοδιαστική αλυσίδα είναι μπλοκαρισμένη. Το λιμάνι έχει μείνει χωρίς ηλεκτρικό εξοπλισμό, που χρειάζεται για να διατηρήσει στις αναγκαίες χαμηλές θερμοκρασίες τα κατεψυγμένα τρόφιμα, οπότε τα πλοία αποφεύγουν να το προσεγγίζουν. Η Maersk διέκοψε όλες τις μεταφορές κατεψυγμένων προϊόντων αλλά και διαφόρων άλλων ευπαθών φορτίων στη Σαγκάη μέχρι νεωτέρας.
Σε ένα άλλο παράδειγμα, το «κλείσιμο» της εσωτερικής αγοράς λόγω των λοκντάουν, επέδρασε πάνω στην παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων στην Κίνα, που υποχώρησε τον Απρίλιο κατά 41,1% σε ετήσια βάση. Η αυτοκινητοβιομηχανία ευθύνεται για τη δημιουργία περίπου του ενός έκτου των νέων θέσεων εργασίας στην Κίνα.
Στα δυσμενή προαναφερθέντα εσωτερικά δεδομένα έρχονται να προστεθούν και τα νέα από τη Δύση. Το 58% των ευρωπαϊκών εταιρειών δήλωσαν σε έρευνα, ότι έχουν μειώσει τις προσδοκίες τους για τις πωλήσεις στην Κίνα για το 2022.
Η αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την ΕΕ ήδη περιορίζει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση τη διάθεσή τους να αγοράσουν κινεζικά προϊόντα και αυτό ήδη αντανακλάται στις εξαγωγές ηλεκτρονικών προϊόντων. Η μείωση των εξαγωγών οδηγεί τις εταιρείες τεχνολογίας σε απολύσεις εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων.
Οι αποφάσεις της Lenovo, της Xiaomi, της DJI Technolgy και άλλων επιχειρήσεων να αποχωρήσουν από τη Ρωσική αγορά, ασκούν επιπλέον οικονομικές πιέσεις και εγείρουν περαιτέρω πολιτικά ζητήματα, για τους χειρισμούς της αναμέτρησης Ρωσίας – Δύσης, από την κινεζική πλευρά.
Δεν μπορεί να μην ληφθεί υπ’ όψιν και υποχώρηση του γουάν κατά 8% έναντι του δολαρίου. Μια υποχώρηση που κάνει αφ' ενός ευκολότερη την εισαγωγή πληθωρισμού στην Κίνα και αφ’ ετέρου δυσκολότερη την αποπληρωμή των ομολόγων που έχουν συνάψει οι εταιρείες real estate σε δολάρια.
Επιπλέον, η υποχώρηση του γουάν δυσκολεύει τα σχέδια της κινεζικής κυβέρνησης για τη διεθνοποίηση του εθνικού της νομίσματος και την αποδολαριοποίηση του παγκόσμιου εμπορίου.
Αν σε όλα τα ανωτέρω, προσθέσουμε και τους κινδύνους από το επικίνδυνο τοπίο των χρηματιστηριακών συναλλαγών σε μετοχές και ομόλογα στα κινεζικά χρηματιστήρια, που δεν ακολουθούν τα δυτικά πρότυπα στα κανονιστικά και ρυθμιστικά τους πλαίσια, ακολουθώντας αδιαφανείς εποπτικές διαδικασίες, η Κίνα θα μπορούσε να αποτελέσει την πηγή ενός οικονομικού ιού που θα έπληττε τις χρηματιστηριακές αγορές και την πραγματική οικονομία, που ήδη έχουν χάσει τον βηματισμό τους.