Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
«Κλειδώνει», σύμφωνα με πληροφορίες, το γιγαντιαίο project μείωσης των «κόκκινων» δανείων κατά 70 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2022, με τις πωλήσεις να εκτινάσσονται και να ξεπερνούν τα 20 δισ. ευρώ. Έτσι, αν όλα κυλήσουν ομαλά, οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν σε 4,5 χρόνια να πλησιάσουν στο επιθυμητό επίπεδο NPEs που θα αντιστοιχεί στον ευρωπαϊκό μέσο όρο των τραπεζών με ανάλογο ενεργητικό.
Αν κάποιοι φοβόντουσαν ότι τα «κοράκια» θα… σκεπάσουν τον ουρανό στην Ελλάδα για να αποκτήσουν σε πολύ χαμηλές τιμές επιχειρήσεις και ακίνητα που βγαίνουν σε πλειστηριασμούς, τώρα μάλλον θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα. Και αυτό γιατί η ανάπτυξη δεν βοηθάει καθόλου έτσι ώστε να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια με… φυσιολογικό τρόπο.
Μία ισχυρή ανάπτυξη θα βελτίωνε τις προσδοκίες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και έτσι οι τράπεζες θα μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις, να ανακτήσουν κεφάλαια και να αναβιώσουν δάνεια. Επίσης, σε περιβάλλον ισχυρής ανάπτυξης οι πλειστηριασμοί δεν θα ήταν άγονοι και οι πωλήσεις δανείων θα γίνονταν σε πολύ πιο ικανοποιητικά επίπεδα τιμών.
Όμως είναι ξεκάθαρο ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Αντιθέτως, θέλει να το έχει υπό πλήρη έλεγχο για να το χρησιμοποιήσει.
Από σήμερα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019, οι τράπεζες καλούνται να βρουν τρόπο να μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 25,6 δισ. ευρώ για να ολοκληρώσουν με επιτυχία το τριετές πλάνο που συμφώνησαν με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ. Αν σε ορισμένους μοιάζει υπερβολικά αισιόδοξος αυτός ο στόχος, τότε το συνολικό σχέδιο για την αποκλιμάκωση του ποσοστού στο 10%-12% μέχρι το τέλος του 2022 είναι πραγματικός Γολγοθάς.
Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια του επετειακού δείπνου για τα 90 χρόνια λειτουργίας της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, ο πρόεδρος της Eurobank και της ΕΕΤ, κ. Νικόλαος Καραμούζης, επιβεβαίωσε τις πληροφορίες του liberal.gr τονίζοντας ότι ο μεγάλος στόχος των τραπεζών είναι η μείωση των «κόκκινων» δανείων ακόμη και σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022.
Όπως έγκαιρα ανέφερε το liberal, η δεύτερη φάση μείωσης των επισφαλειών ξεκινά αμέσως μετά το τέλος του τριετούς πλάνου και ο τελικός προορισμός είναι ένα ποσοστό της τάξης του 10%, που αντιστοιχεί στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τις ελληνικές τράπεζες, ήτοι με ενεργητικό έως 100 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι στόχοι που θα συμφωνήσουν οι ελληνικές τράπεζες με την εποπτική Αρχή καθορίζονται χωρίς να προβλέπεται αύξηση του συνόλου των χορηγήσεων, χωρίς δηλαδή να εκτιμάται ότι θα δούμε θετική πιστωτική επέκταση τα επόμενα 4 έτη.
Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο γρήγορα επιστρέψουμε στην κανονικότητα και οι τράπεζες αρχίζουν να δίνουν και πάλι δάνεια τότε οι πιθανότητες επίτευξης του στόχου θα αυξηθούν σημαντικά. Σήμερα, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώνονται περί τα 90 δισ. ευρώ και στο τέλος του 2019 θα πρέπει να φτάσουν στα 64,6 δισ. ευρώ που αντιστοιχεί σε ποσοστό 35,2% επί του συνόλου.
Σύμφωνα με το νέο τριετές πλάνο τα NPEs θα μειωθούν στο τέλος του 2022 κάτω από 20 δισ. ευρώ, ακόμη και στα 17 δισ. ευρώ, αγγίζοντας μονοψήφιο ποσοστό. Για να συμβεί αυτό θα επιταχυνθούν οι πωλήσεις πακέτων δανείων στις οποίες διστακτικά έχουμε να δει να προχωρούν οι τράπεζες, σε μια προσπάθεια να δοκιμάσουν τις διαθέσεις των επενδυτών.
Οι πωλήσεις επιχειρηματικών δανείων είναι αυτές που θα αλλάξουν τα δεδομένα και θα φέρουν πιο κοντά τους στόχους. Ενώ στη διετία 2017-19 υπολογίζεται ότι θα πωληθούν επιχειρηματικά δάνεια ύψους 7,3 δισ. ευρώ, το νούμερο αυτό εκρήγνυται στο νέο τριετές πλάνο και μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 12-15 δισ. ευρώ έως το 2022.
Έτσι, λοιπόν, ανοίγει μία νέα αγορά στην ελληνική οικονομία με τεράστιους τζίρους καθώς η πώληση και διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και ιδιαίτερα των επιχειρηματικών έχει πολλές προεκτάσεις.