Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Με μοχλό πίεσης τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και με επιπλέον κίνητρο 1 δισ. ευρώ κάθε χρόνο προς την Ελλάδα από την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών, προσπαθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να πείσει την Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί την «Ενισχυμένη Εποπτεία» (Enhanced Surveillance) στην μεταμνημονιακή εποχή.
Την ίδια ώρα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιμένει στην εφαρμογή των ήδη συμφωνημένων μέτρων για μείωση του αφορολόγητου και περικοπή των συντάξεων από την πρωτοχρονιά του 2019 για να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα.
Όλοι στις Βρυξέλλες θέλουν το «Ελληνικό Πρόγραμμα» να τελειώσει τον Αύγουστο του 2018. Όλοι όμως έχουν επίγνωση των κινδύνων «μεταρρυθμιστικής κόπωσης» που ελλοχεύουν στην προεκλογική Ελλάδα και όλοι υπογραμμίζουν εμφατικά την αδυναμία της Ελληνική Δημόσιας Διοίκησης να εφαρμόσει τις υπογεγραμμένες και ψηφισμένες μεταρρυθμίσεις.
Σε ότι αφορά τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, παράγοντες της Κομισιόν εκφράζουν ανησυχία σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν μπορούμε να νομοθετήσουμε την κοινή λογική». Για τις επιλογές γραμματέων στα υπουργεία υπογραμμίζουν πως αυτές μπορούν να γίνουν «είτε με τον σωστό τρόπο, είτε διορίζοντας φίλους υπουργών»...
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν σε βάθος 5 έως 7 ετών για να αποδώσουν καρπούς, λένε στις Βρυξέλλες. Περίπτωση παράτασης του Τρίτου Μνημονίου δεν υπάρχει. Η προληπτική γραμμή πίστωσης θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασφαλιστική δικλείδα αλλά σημειώνουν ότι αν επιβληθεί στην ελληνική πλευρά τελικά μπορεί να αποτελέσει πηγή «πολιτικής αστάθειας» και να υπονομεύσει την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχουν δυο προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη της Ελλάδος κι αυτές είναι η μείωση του χρέους μέσω της εφαρμογής αξιόπιστων μέτρων που θα πείσουν για τη βιωσιμότητα του και οι μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Το σχέδιο της Κομισιόν προβλέπει ότι η Ελλάδα θα συνεχίζει να εφαρμόζει την πολιτική των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες έχει συμβατικά δεσμευτεί για να απολαμβάνει των ελαφρύνσεων του χρέους και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα των κεντρικών τραπεζών.
Η ελάφρυνση του χρέους θα περιλαμβάνει:
1. Ειδικό Μηχανισμό απομείωσης συνδεδεμένο με την ονομαστική ανάπτυξη της χώρας (ΑΕΠ),
2. Ένα πακέτο μεσοπρόθεσμων διευκολύνσεων που θα προβλέπει επεκτάσεις ωριμάνσεων έως και 15 έτη,
3. Τη χρησιμοποίηση των αδιάθετων κεφαλαίων του ESM για τη βελτίωση του προφίλ του ελληνικού χρεους (εξαγορά δανείων ΔΝΤ)
4. Την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες (SMP) ύψους 4 δις ευρώ έως το 2022 για να κατευθυνθούν σε δημόσιες επενδύσεις
Το τελευταίο πακέτο θα καταβάλλεται μόνο εφόσον πιστοποιείται η πιστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στη διάρκεια των επόμενων 5 ετών...
Ανοιχτό παραμένει το ζήτημα εξαγοράς των δανείων του ΔΝΤ από την Ευρωπαϊκή πλευρά από τα 27 δισ. που θα μείνουν «αχρησιμοποίητα» από το αρχικό πακέτο των 86 δισ. του τρίτου δανειακού προγράμματος (μνημονίου). Η επιστροφή των κερδών ANFAs και SMPs (δηλαδή των που αποκόμισαν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης από την αγοραπωλησία ελληνικών ομολόγων στο παρελθόν) θα μπορούσε να γίνεται με ρυθμό 1 δισ. το χρόνο με βάση κάποιες προϋποθέσεις αλλά τα χρήματα θα δίνονται αποκλειστικά για αναπτυξιακούς σκοπούς.
Σε ερώτημα για το ενδεχόμενο να πάμε στο μοντέλο της «κακής τράπεζας» (bad bank) για το εγχώριο σύστημα πηγές της Κομισιόν ανέφεραν: «Δεν θεωρούμε ότι είναι εφικτό το σενάριο της κακής τράπεζας. Δεν υπάρχουν ούτε ο χρόνος ούτε τα χρήματα. Θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένας χρόνος και σε αυτό το διάστημα οι τράπεζες θα σταματούσαν κάθε ενέργεια για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Οι Βρυξέλλες είναι αισιόδοξες ότι θα ολοκληρωθούν εγκαίρως τα 88 προαπαιτούμενα της 4ης αξιολόγησης. Η ελληνική κυβέρνηση έχει συνειδητοποιήσει ότι αν καθυστερήσει το κόστος θα είναι μεγάλο. Υπάρχουν ακόμη ιδεολογικά ζητήματα γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις, σημείωσαν μεταξύ άλλων οι ίδιες πηγές.
Σε ότι αφορά την είδηση το FDP λέει όχι στην εκταμίευση της δόσης προς την Ελλάδα, κοινοτικοί αξιωματούχοι σημειώνουν με νόημα πως το κόμμα των Φιλελευθέρων «ευτυχώς δεν είναι στη γερμανική κυβέρνηση».