Στο αμέσως επόμενο δίμηνο ή τρίμηνο αναμένεται να φανούν οι επιπτώσεις της καταστροφικής κακοκαιρίας Daniel, στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Ήδη οι πρώτες ελλείψεις έχουν αρχίσει να παρατηρούνται στα ράφια των σούπερ - μάρκετ, κυρίως σε ό,τι αφορά τα φρέσκα προϊόντα μεγάλων γαλακτοβιομηχανιών της Θεσσαλίας.
Παράλληλα, στα προϊόντα μακράς διαρκείας οι επιχειρήσεις τηρούν από συντηρητική πολιτική, προκειμένου να μην εξαντληθούν τα αποθέματα. Εκτός βέβαια από τις ελλείψεις αναμένονται και ανατιμήσεις στις τιμές του γάλακτος, γιαουρτιού και κυρίως των τυροκομικών προϊόντων.
Ειδικά στη φέτα, η οποία αποτελεί και το βασικότερο τυροκομικό προϊόν οι εξελίξεις δεν είναι και τόσο ευοίωνες, λόγω των επιπτώσεων της κακοκαιρίας και των πλημμυρών.
Με βάση τα στοιχεία της ΓΣΕΒΕΕ, στη Θεσσαλία 59 επιχειρήσεις, μικρές ή μεγάλες, παράγουν μεταξύ άλλων είδη μαλακού τυριού και φέτα. Συγκεκριμένα η Θεσσαλία παράγει το 40% των ποσοτήτων των μαλακών τυριών όλης της χώρας, με τη φέτα να συμμετέχει στην ποσότητα αυτή κατά 70%, περίπου.
Μάλιστα, εκτιμάται ότι η αξία των εξαγωγών, κάθε χρόνο, φθάνει και ίσως υπερβαίνει το 1 δισ.ευρώ, καθώς η εξαγώγιμη ποσότητα φθάνει περίπου στους 85.000 τόνους. Σε περίπτωση που οι απαιτούμενες ποσότητες διοχετευθούν στο εξωτερικό, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να υπάρξει υποεφοδιασμός στην εγχώρια αγορά με αποτέλεσμα ελλείψεις και ανατιμήσεις, που ίσως οδηγήσουν την τιμή στα 20 ευρώ ανά κιλό έναντι ενός εύρους τιμών από 11 ως 16 ευρώ, ανάλογα με το ίδιος και την ποιότητα, που πωλείται σήμερα.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γαλακτοβιομηχανίες είναι πολυεπίπεδα και ξεκινούν από τις κτηνοτροφικές μονάδες, οι οποίες έχουν χάσει χιλιάδες πρόβατα, ενώ παράλληλα έχει δημιουργηθεί και υγειονομικό θέμα σε όσες μονάδες υπέστησαν ζημιές.
Από την άλλη πλευρά οι βιομηχανίες με τις οποίες συνεργάζονται οι κτηνοτροφικές μονάδες έχουν υποστεί ζημίες και απαιτείται χρόνος για την επαναλειτουργία τους.
Για να μην χαθεί η πρώτη ύλη, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι το γάλα, καταβάλλονται προσπάθειες για οριζόντιες συνεργασίες. Δηλαδή σε περίπτωση που κάποια βιομηχανία δεν μπορεί να λειτουργήσει το γάλα να μεταφέρεται σε άλλη μονάδα για την παραγωγή προϊόντων ή για μεταπώληση.
Βέβαια, τα παραπάνω προβλήματα, όσο άμεση να είναι η αντιμετώπισή τους δεν θα λυθούν αμέσως, αλλά θα εξακολουθήσουν να επηρεάζουν την αγορά και το λιανικό εμπόριο τροφίμων σε ένα βάθος διετίας ή και τριετίας.
Και αυτό γιατί με δεδομένο ότι έχει χαθεί ένα ποσοστό 35-45% του ζωικού κεφαλαίου, σύμφωνα με τις πρώτες καταμετρήσεις κτηνοτροφικών συνεταιρισμών οι κτηνοτρόφοι θα χρειαστούν γύρω στα 2 χρόνια για να επαναφέρουν την παραγωγή τους στα επίπεδα προ των καταστροφικών πλημμυρών.
Επιπρόσθετα, οι μεγάλες καταστροφές σε καλαμπόκι, τριφύλλι και άλλες καλλιέργειες που χρησιμοποιούνται και για ζωοτροφές αλλά και η καταστροφή αποθηκευμένων ζωοτροφών εκτιμάται ότι θα ανεβάσει το κόστος του γάλακτος κατά 20%.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Θεσσαλία συμμετέχει κατά 10% στη συνολική, ετήσια, εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, κατά 22% στην ετήσια παραγωγή πρόβειου γάλακτος και κατά 16,49% του κατσικίσιου γάλακτος. Σε περίπτωση που η παραγωγή θα είναι ελλειμματική, οι βιομηχανίες, πέραν των λειτουργικών τους προβλημάτων θα επιβαρυνθούν και με ένα επιπλέον κόστος, σε περίπτωση που κάνουν εισαγωγές. Το επιπλέον αυτό κόστος, είναι βέβαιο ότι εκτός από τους παραγωγούς και μεταποιητές θα επιβαρύνει και τους τελικούς καταναλωτές.
Σε ό,τι αφορά τις γαλακτοβιομηχανίες της Θεσσαλίας η Ελληνικά Γαλακτοκομεία, προσπαθεί με ταχείς ρυθμούς να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχει υποστεί το εργοστάσιό της. Το εργοστάσιο της Όλυμπος στη Λάρισα δεν έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, όμως θα χρειαστεί χρόνος για να καταστεί δυνατή η εκ νέου πρόσβαση σε αυτό. Το εργοστάσιο, εκτιμάται ότι θα παραμείνει κλειστό για μία έως δύο εβδομάδες
Προβλήματα, ακόμη, αντιμετωπίζουν και το εργοστάσιο LA Farm, το τυροκομείο Διβάνη και η γαλακτοβιομηχανία Όμηρος. Η τυροκομική μονάδα «Βασιλίτσας» που βρίσκεται έξω από τη Λάρισα έχει καταστραφεί ολοσχερώς, με μία πρόχειρη αποτίμηση ανεβάζει το ύψος της ζημιάς σε 12 εκατ.ευρώ.
Βέβαια, οι περισσότερες επιχειρήσεις είναι ασφαλισμένες τόσο για τον εξοπλισμό και τα κτίρια, όσο και για τα διαφυγόντα κέρδη τους και συνεπώς δεν θα επιβαρυνθούν τα λειτουργικά τους κόστη. Ο παράγοντας που θα επιβαρύνει το κόστος είναι ο χρόνος επαναφοράς της παραγωγής στην ομαλότητα.