Η προηγούμενη οικονομική κρίση της Ευρώπης αφορούσε την περιφέρεια και τα περίφημα PIGS. Δηλαδή, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ελλάδα. Εκείνη η κρίση είχε τόσο δημοσιονομικό, όσο και τραπεζικό χαρακτήρα. Και η λύση είχε βρεθεί στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα κέντρα αποφάσεων να βρίσκονται στο Βερολίνο και το Παρίσι.
Σήμερα, η δημοσιονομική κρίση κτυπάει αυτά ακριβώς τα δύο κέντρα εξουσίας και αποφάσεων. Τη Γερμανία και τη Γαλλία. Δηλαδή, τον κεντρικό οικονομικό και πολιτικό πυρήνα της Ευρώπης. Η υπόθεση και μόνο ότι ο πυρήνας της Ευρώπης θα αντιμετώπιζε δημοσιονομικά προβλήματα, πριν από μερικά χρόνια θα μπορούσε να αποτελεί ανέκδοτο και μόνο. Ωστόσο, σήμερα, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό το δυσεπίλυτο ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Προς το παρόν, η επάνοδος του εφιάλτη της δημοσιονομικής κρίσης στην Ευρώπη δεν δείχνει να ανησυχεί τις αγορές και τους επενδυτές. Ο Γερμανικός Χρηματιστηριακός Δείκτης DAX κινείται πλέον άνετα πάνω από τις 20.000 μονάδες, έχοντας καταγράψει νέο πρόσφατο ιστορικό υψηλό στις 20.454,75 μονάδες, ενώ ο Γαλλικός Χρηματιστηριακός Δείκτης CAC 40 βρίσκεται πάνω από τις 7.250 μονάδες, 13% χαμηλότερα από το υψηλό έτους των 8.259,19 μονάδων. Και οι προβλέψεις των χρηματιστηριακών αναλυτών είναι ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια περαιτέρω ανόδου.
Αν στεκόμασταν, λοιπόν, στις αντιδράσεις των αγορών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση την οποία οι αγγλοσάξονες ονομάζουν «business as usual», την οποία θα ερμηνεύαμε στα ελληνικά ως περιβάλλον κανονικότητας. Είναι όμως έτσι;
Κατά πρώτον, και οι δυο χώρες περνάνε μια βαθιά πολιτική κρίση.
Μια κρίση που είναι αμφίβολο αν θα επιλυθεί σύντομα, αφού δεν είναι ορατοί οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι πολιτικές ισορροπίες που θα μπορούσαν να επιτρέψουν το ξεπέρασμα των οικονομικών και κοινωνικών προβληματικών καταστάσεων. Με δυο λόγια, είναι αμφίβολο, εάν οι εκλογές θα επιτρέψουν στις δύο χώρες να επανέλθουν σε τροχιά κανονικότητας. Το δυσοίωνο είναι ότι αυτή η έλλειψη πολιτικής βεβαιότητας στον πυρήνα και στην καρδιά της Ευρώπης, έρχεται πιθανώς στη χειρότερη πολιτικά στιγμή που θα μπορούσε να έρθει. Με δεδομένο ότι η Ευρώπη θα έχει σύντομα απέναντί της τον «οδοστρωτήρα» Ντόναλντ Τραμπ, που ετοιμάζεται να οριοθετήσει εκ νέου τις οικονομικές και αμυντικές σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ.
Κατά δεύτερον, και οι δύο χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με πρωτοφανείς δημοσιονομικές ανισορροπίες.
Στη Γερμανία έχει κάνει την εμφάνισή του ένα «κρυφό και σιωπηρό» χρέος, όπως χαρακτηρίστηκε από Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών (ZEW), ύψους 100 δισ. ευρώ. Παράλληλα, υπάρχει μια «αντισυνταγματική διοχέτευση», σύμφωνα με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, στο Ταμείο για το Κλίμα και τον Μετασχηματισμό κονδυλίων ύψους 60 δισ. ευρώ. Κονδύλια τα οποία προέρχονταν από έκτακτο δανεισμό για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Τέλος, η προσπάθεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας, να ξεπεράσει το «φρένο χρέους», το λεγόμενο «Schuldenbremse» ή και «black zero», που είχε υιοθετηθεί το 2009, επί καγκελαρίας Μέρκελ, που περιορίζει το δημόσιο έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ, μεταβάλλει κατακλυσμικά ολόκληρη την «οικονομική ηθική» του γερμανικού λαού και στην προτεσταντική αντίληψή του για τον χριστιανικό, επιχειρηματικό και κοινωνικό βίο.
Στη Γαλλία, το δημοσιονομικό στοίχημα της κυβέρνησης είναι η προώθηση ενός συνδυαστικού προγράμματος με αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ. Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα των γαλλικών θεσμών να φέρουν αποτελεσματικά μέτρα στην οικονομική πολιτική. Και ο υπουργός Εσωτερικών, Μπρούνο Ρετάιγ, προειδοποιεί τους Γάλλους πολίτες ότι η Γαλλία δεν είναι θωρακισμένη και ότι η πτώση της κυβέρνησης θα οδηγήσει άμεσα σε οικονομική κρίση. Οι αγορές ομολόγων «μύρισαν αίμα» και απογείωσαν τις αποδόσεις των γαλλικών κρατικών ομολόγων, προεξοφλώντας ότι ίσως να υπάρξει πρόβλημα. Αν συνεκτιμηθεί ότι το πρόγραμμα έκδοσης κρατικών γαλλικών ομολόγων για το 2025, ανέρχεται στα 300 δισ. ευρώ, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και η ελάχιστη αύξηση του κόστους δανεισμού, θα επιβαρύνει επιπλέον τους φορολογούμενους.
Οι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι σίγουρα θα υπάρξει αύξηση των επιτοκίων, επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας των δύο κρατών, χωρίς όμως να ακολουθήσει οικονομική χιονοστιβάδα, χρησιμοποιώντας μάλιστα το κλασσικό χρηματιστηριακό επιχείρημα: «too big to fail». Ότι δηλαδή, τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία είναι πολύ ισχυρές και μεγάλες για να πέσουν. Και αυτό είναι ορθό.
Μιλάμε για την τέταρτη και έβδομη οικονομία στον κόσμο, με ΑΕΠ της τάξης των $3,856 τρισ. και $2,63 τρισ. αντιστοίχως. Παρ’ όλο που οι πιθανότητες κατάρρευσης των οικονομιών τους είναι μηδαμινές, δεν μπορούν να αποκλειστούν οικονομικές παρενέργειες που δεν θα επηρεάσουν μόνο τις συγκεκριμένες χώρες, αλλά πιθανότατα θα μεταδοθούν και αλλού μέσα στην Ευρώπη.
Διότι οι παραβιάσεις των ευρωπαϊκών κανόνων για τους προϋπολογισμούς, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για όλους. Ήδη, η Γαλλία και η Ιταλία εδώ και καιρό αποκλίνουν των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Στο μοτίβο της παραβίασης των κανόνων για το έλλειμμα έχει μπει ακόμα και το σκληρό και αυστηρό μπλοκ του Βορρά, δηλαδή της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας.
Ίσως, η δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Ίσως, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας να κρύβεται το πραγματικό πρόβλημα. Το οποίο είναι η υποχώρηση του συνόλου της Ευρώπης, σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, βιομηχανικής παραγωγής, τεχνολογίας, καινοτομίας και ανταγωνισμού.
Ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του σχετικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει μιλήσει για επιπρόσθετες ετήσιες επενδύσεις, ύψους σχεδόν 1 τρισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 800 δισ. ευρώ θα πήγαιναν στην πράσινη μετάβαση και 200 εκατ. ευρώ στον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Μόνο έτσι, η Ε.Ε. θα αποφύγει να γίνει ουραγός στην ανταγωνιστικότητα, ανάμεσα στις υπόλοιπες ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, αλλά και στις δυνάμεις και στις συμμαχίες που τώρα αναδύονται και συγκροτούνται. Σε αντίθετη περίπτωση, θα διακυβεύεται η ίδια η μακροημέρευση της ευρωπαϊκής οικονομικής ενότητας, η οποία αντιμετωπίζει ήδη την εμφάνιση φυγόκεντρων δυνάμεων.
Ο πρώην Ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης, στην έκθεσή του, δεν είχε υπολογίσει βέβαια και τις νέες δαπάνες που θα απαιτηθούν στο χώρο της ευρωπαϊκής άμυνας, αφού την ασφάλεια της Ευρώπης, σε μεγάλο βαθμό είχαν επωμισθεί οι ΗΠΑ. Και αυτό είναι κάτι το οποίο θα μεταβάλει ο εκλεγμένος πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ.
Η πρόταση του Μάριο Ντράγκι, δεν σχεδιάστηκε σε ένα δοκιμαστικό σωλήνα. Είχε δοκιμαστεί το 2020, μέσω της έκδοσης κοινού χρέους, ύψους έως και 800 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος κονδυλίων, τα οποία είχαν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τα κράτη μέλη να ανακάμψουν από την κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία. Μένει να φανεί εάν η Γερμανία και οι «σκληροί» εταίροι κάνουν πίσω και συμφωνήσουν στην αμοιβαιότητα του Χρέους, λόγω της κρίσης που έχει κτυπήσει και τη δική τους πόρτα.
Είναι φανερό ότι εφιάλτης της δημοσιονομικής κρίσης επιστρέφει στη Γηραιά Ήπειρο, σε μια πολύ δύσκολη και πολύπλοκη περίοδο. Ο συνδυασμός της δημοσιονομικής κρίσης, της αδύναμης ανάπτυξης, του πολιτικού κατακερματισμού και της ανόδου των λαϊκιστικών κινημάτων, σε όλη την Ευρώπη, ισχυροποιεί τις ανησυχίες και τους φόβους για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η κρίση είτε θα πνίξει οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά την Ευρώπη, ή θα αποτελέσει την τελευταία ευκαιρία για να βελτιωθεί και να επανέλθει δυναμικά στην παγκόσμια σκακιέρα.