Ολοένα πιο αισθητή γίνεται η φυγή των επενδυτών από την Τουρκία και παρά το γεγονός ότι στην τουρκική οικονομία έχουν γίνει μεγάλες διεθνείς επενδύσεις την τελευταία δεκαετία – τις οποίες είναι προφανές ότι θέλουν να στηρίξουν επιχειρηματικοί κολοσσοί της Δύσης – αυτή τη στιγμή η Τουρκία μοιάζει με επενδυτικό… βάλτο τον οποίο θέλουν να αποφύγουν με κάθε κόστος.
Όλα δείχνουν ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει αποδεχθεί ότι πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει την υποτίμηση της λίρας και αντί να ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια για να συγκρατήσει την ισοτιμία με το δολάριο και το ευρώ, εστιάζει πλέον στη διαχείριση της νέας κατάστασης που διαμορφώνεται. Το θέμα είναι πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει η λίρα χωρίς να απειληθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Τουρκία, καθώς εκτός από το νόμισμα, οι επενδυτές εγκαταλείπουν και τις τράπεζες.
Τουρκικές τράπεζες και λίρα είναι οι βασικοί αποδέκτες των ανησυχιών της επενδυτικής κοινότητας για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Τουρκία και για τις εξελίξεις των επόμενων μηνών. Μέσα σε ένα μήνα το τουρκικό νόμισμα έχει χάσει πάνω από 4% της αξίας του ενώ από την αρχή του έτους έχει υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά 21,5%.
Την ίδια ώρα, οι μετοχές των τουρκικών τραπεζών στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης δέχονται διαρκές «σφυροκόπημα» εδώ και περίπου δύο μήνες, καταγράφοντας πτώση 32% μέσα στο 2020 και 40% από το υψηλό που σημειώθηκε στις 21 Ιανουαρίου. Ευθύνονται δε, για το μεγαλύτερο μέρος των εκροών επενδυτικών κεφαλαίων ύψους 5,6 δισ. δολαρίων φέτος.
Ο δείκτης των τραπεζών έχει επιστρέψει στο επίπεδο που βρισκόταν τον Οκτώβριο του 2018 όταν ξεκίνησε η αποκλιμάκωση των πιέσεων προς την Τουρκία μετά την απελευθέρωση του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον. Σύμφωνα, μάλιστα, με το Bloomberg, οι μετοχές των τουρκικών τραπεζών διαπραγματεύονται με discount 61% σε σύγκριση με τα εκτιμώμενα κέρδη 12 μηνών, που είναι το μεγαλύτερο χάσμα που έχει καταγραφεί τουλάχιστον από το 2006.
Επομένως, ο Τούρκος πρόεδρος θα πρέπει να βρει έναν άλλο… Μπράνσον για να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Δύση και να πείσει μερίδα των επενδυτών να επιστρέψουν στην Τουρκία. Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνει ο Ερντογάν; Σύμφωνα με τον Μάικλ Ρούμπιν, του αμερικανικού think tank, American Enterprise Institute, η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας προϋποθέτει αλλαγή στάσης από πλευράς Τουρκίας σε θέματα θρησκευτικής ελευθερίας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος.
Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, ξένοι οίκοι, αναλυτές και πρώην στελέχη της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (CBRT) ξεκαθαρίζουν ότι η μοναδική οικονομική κατεύθυνση που μπορεί να βγάλει την Τουρκία από το αδιέξοδο είναι η αύξηση των επιτοκίων από την CBRT. Διότι έτσι αφενός θα αλλάξει το κλίμα ως προς την εφαρμογή πιο ορθόδοξων πολιτικών και αφετέρου μπορεί να πειστεί η διεθνής κοινότητα για την όποια ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Την ερχόμενη εβδομάδα συνεδριάζει η CBRT, ωστόσο ούτε οι πιο αισιόδοξοι δεν περιμένουν αύξηση των επιτοκίων αφού την… απαγορεύει ο Ερντογάν. Η CBRT έχει κάνει κινήσεις από την πίσω πόρτα για να κλείσει τις κάνουλες προς τις εμπορικές τράπεζες, κάτι που δείχνει ότι δεν θέλει να πάει κόντρα στον Τούρκο πρόεδρο.
Θα πρέπει ωστόσο να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η τουρκική οικονομία αν και βρίσκεται σε φάση κατάρρευσης δεν σημαίνει ότι μέσα στις επόμενες μέρες θα κλείσουν οι τράπεζες, θα βάλουν λουκέτο όλες οι επιχειρήσεις και ο κόσμος θα βγει στους δρόμους ζητώντας την παραίτηση του Ερντογάν. Η Τουρκία διαθέτει πολυετή ισχυρή οικονομική παραγωγή, χαμηλό δημόσιο χρέος, ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία και άλλα χαρακτηριστικά που αποτελούν αντιστάσεις απέναντι στην κρίση, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος συνεχίζει να υπόσχεται μεγαλεία.
Παρ’ όλα αυτά, το κλίμα δεν θυμίζει σε τίποτα τον καλπασμό του παρελθόντος και ενδέχεται να επιδεινωθεί περαιτέρω στο άμεσο μέλλον, με την Capital Economics, να σημειώνει σε χθεσινή της ανάλυση ότι το μόνο που μπορεί να κάνει πλέον ο Ερντογάν είναι να εφαρμόσει αυστηρά capital controls και να περιορίσει τις εισαγωγές, πριν αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκια.
Στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης η 2η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας Isbank σημειώνει απώλειες 23% μέσα στο 2020, ενώ η 3η μεγαλύτερη και «αγαπημένη» μεγάλων ξένων επιχειρήσεων τράπεζα Garanti έχει χάσει το 40% της αξίας της, όσο και η 4η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας AkBank.