Του Βασίλη Γεώργα
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο μοιραίος Πρωθυπουργός των μνημονίων. Δύο χρόνια μετά την υπογραφή του τρίτου προγράμματος των 86 δισ. ευρώ, βρίσκεται μπροστά σε σταυροδρόμι. Είτε θα πρέπει να κινήσει γη και ουρανό ελπίζοντας ότι θα γίνει εκείνος που το επόμενο καλοκαίρι θα επαναφέρει τη χώρα με κάθε κόστος στις αγορές, είτε θα περάσει στην Ιστορία ως ο πρώτος Πρωθυπουργός που χρειάστηκε να βάλει την υπογραφή του σε δύο απανωτά μνημόνια για να μην χρεοκοπήσει τη χώρα, ακόμη και αν το τελευταίο δεν θα έχει χρήματα αλλά μόνο μέτρα λιτότητας.
Οι συνθήκες δεν είναι με το μέρος του. Η αβελτηρία της διακυβέρνησης σε όλα τα μέτωπα είναι τέτοιας έκτασης που προκαλεί σοβαρές αβεβαιότητες για το ποια θα είναι η επόμενη μέρα μετά τον Αύγουστο του 2018.
Πολλοί αμφιβάλλουν αν μέχρι τότε θα είναι καν ο Αλέξης Τσίπρας στο τιμόνι της χώρας. Μια σοβαρή πιθανότητα είναι να εγκαταλείψει το πλοίο λίγο πριν την πρόσκρουση με το παγόβουνο, έχοντας εγκλωβίσει τουλάχιστον σε μια ακόμη πενταετία σκληρής λιτότητας την οικονομία. Με τον τρόπο αυτό δεν θα επωμιστεί ο ίδιος την ένα νέο μνημόνιο και ταυτόχρονα θα φέρει προ τετελεσμένων την επόμενη κυβέρνηση.
Αυτό που δεν ξέρουμε είναι πόσο χειρότερα ή πόσο καλύτερα θα γίνουν τα πράγματα στο μεσοδιάστημα. Αν η κυβέρνηση συνεχίσει το κατενάτσιο στην οικονομία και την ανάπτυξη επειδή λ.χ. δεν θα την ικανοποιεί η συμφωνία για το χρέος, ο εκτροχιασμός θα επιταχυνθεί και οι στόχοι θα χαθούν. Αν προσπαθήσει να «γυρίσει το παιχνίδι» περιμένοντας να λειτουργήσει ο αυτόματος πιλότος και κάνοντας παροχές με τα πλεονάσματα, απλώς θα παρατείνει για λίγο ακόμη τη φθορά. Απαιτούνται θεαματικές ανατροπές πολιτικής που η κυβέρνηση δεν έχει υιοθετήσει ούτε μπορεί να φέρει εις πέρας, ώστε να αλλάξει τα δεδομένα στην οικονομία.
Ακόμη και αν πιστεύει κανείς πως η ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης τον Μάιο, θα μπορούσε να βελτιώσει πρόσκαιρα το κλίμα μέχρι την επόμενη, ο λιγοστός χρόνος που απομένει στην Ελλάδα ως και τον Αύγουστο του 2018 δεν επαρκεί ώστε η χώρα να κερδίσει ουσιαστικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Αυτό καθιστά απαγορευτική κάθε σκέψη πως οι αγορές θα έχουν πειστεί μέχρι τότε να δανείσουν ακίνδυνα τη χώρα μας με περίπου 16 δισ. ευρώ για να πληρωθούν το 2019 τόκοι και χρεολύσια στην ΕΚΤ, σε ιδιώτες ομολογιούχους και στο ΔΝΤ.
Ως εκ τούτου τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα των 4 δισ. ευρώ για τη διετία 2019-2020, αποτελούν ήδη το πρόπλασμα του νέου «προγράμματος». Θα πρόκειται για ένα πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει μόνο τους δανειστές σε ότι αφορά την ικανότητα αποπληρωμής μέρους των δανείων τους από το πρωτογενές πλεόνασμα.
Τα 6-7 δισ. ευρώ που μπορεί να επιτυγχάνει μέχρι τότε η οικονομία, δεν αρκούν, όμως, ούτε για τα μισά τοκοχρεολύσια. Για να μπορεί να εξυπηρετείται το χρέος χωρίς βοήθεια το Κράτος θα πρέπει να δανείζεται τα υπόλοιπα από τις αγορές.
Συνεπώς δεν φτάνουν μόνο τα δημοσιονομικά μέτρα αλλά θα χρειαστεί να βρεθούν και άλλοι πόροι ώστε στο άμεσο μέλλον η χώρα να μην αντιμετωπίζει διαρκώς κίνδυνο χρεοκοπίας.
Όχι μόνο για το 2019 που θα είναι η πρώτη μεταμνημονιακή χρονιά, αλλά και για το 2020, το 2021 και μέχρι να αρχίσουν παράλληλα να εφαρμόζεται η ρύθμιση του χρέους που θα εξομαλύνει το ετήσιο κόστος χρηματοδότησης.
Ένα μικρό μέρος των χρημάτων μπορεί πράγματι να αντλείται «δοκιμαστικά» σε πρώτη φάση από τις διεθνείς αγορές ομολόγων όπως έγινε το 2014. Είναι, όμως, μια επιλογή που αναπόφευκτα θα έχει υψηλό κόστος εφόσον δεν θα μπορεί η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκια χαμηλότερα του 5,5% με 6% όπως προβλέπουν σήμερα οι αναλυτές.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα να προσεγγίσει την Παγκόσμια Τράπεζα για να διαπραγματευτεί ένα νέο δάνειο 3 δισ. ευρώ το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να καλύψει κενά μετά το 2018, έχει επίσης αποτύχει.
Ενώ, όμως, όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν πως η Ελλάδα θα χρειαστεί να συζητήσει ένα νέο πρόγραμμα σε λίγους μήνες, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble εμφανίζεται να το απορρίπτει. Είναι προφανές πως τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι ευρωπαίοι δεν έχουν κανέναν λόγο να δυσαρεστούν τους ψηφοφόρους τους μιλώντας για νέα χρηματοδότηση της Ελλάδας εν μέσω προεκλογικής περιόδου.
Αντιθέτως έχουν κάθε λόγο να μιλούν δημοσίως για την επιτυχία του προγράμματός τους, διαμορφώνοντας παράλληλα τις συνθήκες για την χρονική επέκταση της «επιτροπείας» προς την Ελλάδα με τη συμμετοχή του ΔΝΤ που σε επόμενη φάση μπορεί να λειτουργήσει και πάλι ως τελευταίο καταφύγιο για την Ελλάδα.
Ανεξάρτητα από το πώς θα ονομάσει κανείς το πακέτο των μέτρων για τη διετία 2019-2020, στην πράξη έχουμε να κάνουμε με τέταρτο μνημόνιο. Ένα μνημόνιο που φέρει την σφραγίδα της σημερινής κυβέρνησης και πολύ σύντομα θα χρειαστεί είτε να συνενωθεί με το υπάρχον και θα σημάνει την επιμήκυνσή του, είτε να ενισχυθεί με μια «πιστοληπτική γραμμή» αμέσως μετά την τυπική λήξη του 3ου προγράμματος.
Είτε στη μία, είτε στην άλλη περίπτωση, το μήνυμα είναι πως η Ελλάδα δεν μπορεί να προσδοκά σε επιπλέον χρηματοδότηση από την ευρωζώνη στο μέλλον, αλλά να φροντίσει για την αυτοχρηματοδότησή της.
Αυτοχρηματοδότηση
Το νέο μνημόνιο θα παρέχει για τουλάχιστον μια τριετία χρηματοδοτική «ασφάλεια» προς την Ελλάδα με τουλάχιστον τέσσερις τρόπους που ως επί το πλείστον θα βασίζονται στα πιθανά μέσα «αυτοχρηματοδότησης» της χώρας : θα μπορούσε λ.χ να αξιοποιεί ως πιστωτική γραμμή τα 20 δισ. ευρώ που περίσσεψαν από την ανακεφαλαιοποίηση, τα δανεικά που θα μπορεί να συγκεντρώνει από την αγορά η Ελλάδα με μικρές «δοκιμαστικές» εκδόσεις ομολόγων, τα πρωτογενή πλεονάσματα, και τέλος τις αναδιαρθρώσεις σε ότι αφορά τις αποπληρωμές χρεών που θα έχει μετά το 2022-2023.
Φωτογραφία: SOOC