To διάταγμα του Βλαδίμηρου Πούτιν για την πληρωμή των υδρογονανθράκων που προμηθεύονται οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ρούβλια δεν έχει κανένα ουσιαστικό ή συναλλαγματικό νόημα. Αρκετοί αναλυτές παρουσίασαν το συγκεκριμένο διάταγμα σαν το απόλυτο νομισματικό όπλο. Σαν το όπλο, που θα ενισχύσει το ρούβλι και θα ανατρέψει τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Και σαν το όπλο που θα σύρει εκβιαστικά την παγκόσμια οικονομία στην «αποδολαριοποίηση» και στη «αποευρωποίηση». Είναι όμως έτσι; Θα επιτύχει το Κρεμλίνο, να διαταράξει τις παγκόσμιες συναλλαγματικές ισορροπίες;
Ας δούμε τα γεγονότα.
Σύμφωνα με το τηλεοπτικό διάγγελμα του κ. Πούτιν, η Gazprombank, αναλαμβάνει τις πληρωμές και τις εκκαθαρίσεις των συναλλαγών φυσικού αερίου και πετρελαίου με τις ευρωπαϊκές χώρες. Η Gazprombank, δεν ανήκει στη λίστα των ρωσικών τραπεζών που αποβλήθηκαν από το διεθνές σύστημα SWIFT.
Η Gazprombank, με τη σειρά της, θα ανοίξει δυο διαφορετικούς λογαριασμούς και κάθε αγοραστή υδρογονανθράκων, όπως είναι η Uniper, RWE, η EnBW και η VNG.
Στον πρώτο λογαριασμό θα καταβάλλεται σε ξένο συνάλλαγμα (ευρώ ή δολάριο) από την ενεργειακή εταιρεία της ΕΕ, το τίμημα για το φορτίο, όπως περιγράφεται από το συμβόλαιο συνεργασίας με την Gazprom.
Μαζί με την καταβολή του ποσού από τον αγοραστή, το διάταγμα προβλέπει, ότι η δυτική ενεργειακή εταιρεία θα «εξουσιοδοτεί» την Gazprombank, να μετατρέψει το ποσό αυτό σε ρούβλια, ώστε να μεταφερθεί στον δεύτερο λογαριασμό και από εκεί να πληρωθεί η Gazprom και να απελευθερωθεί το φορτίο.
Δηλαδή τα δολάρια ή ευρώ θα μετατρέπονται σε ρούβλια, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο μια πλασματική ζήτηση για ρούβλια, που με τη σειρά της πιθανά να οδηγήσει σε άνοδο του ρωσικού νομίσματος, απέναντι στο ευρώ και στο δολάριο.
Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να κάνει η Ρωσία ούτως ή αλλιώς, από μόνη της. Δηλαδή να μετατρέπει το συνάλλαγμα από τις πωλήσεις των πρώτων υλών, στις χώρες της Δύσης, σε ρούβλια. Ούτως ή αλλιώς η Ρωσία διαθέτει μια κλειστή και πλήρως ρυθμισμένη και ελεγχόμενη οικονομία έχει, οπότε στο εσωτερικό της χώρας, κάνει ό, τι θέλει, δίχως αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές.
Το οικονομικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Το συναλλαγματικό όφελος για τη Ρωσία παραμένει το ίδιο. Δεν γίνεται πλουσιότερη η ρωσική οικονομία από αυτό το διάταγμα. Ούτε δημιουργείται μια πραγματική αγορά για το ρούβλι, που παραμένει ένα «νόμισμα παρίας», στα πλαίσια όχι μόνο του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά και της αποθεματικής αξίας.
Είναι δυνατόν να πιστέψει κανένας ότι μετά από αυτό το διάταγμα οι κεντρικές τράπεζες, οι κυβερνήσεις και οι επενδυτές, θα σπεύσουν να αγοράσουν ρούβλια; Ότι θα υπάρξει ζήτηση για ρωσικά ομόλογα σε ρούβλια; Ότι ακόμα και οι χώρες που στηρίζουν το καθεστώς Πούτιν ή ακόμα και οι ολιγάρχες θα πωλήσουν τα συναλλαγματικά τους αποθέματα, για να αγοράσουν ρούβλια; Ασφαλώς και όχι.
Είναι προφανές ότι το καθεστώς Πούτιν θέλει να δείξει πως η Ευρώπη συνθηκολογεί. Πως υποτάσσεται. Εξ ου και ο όρος της «υποχρεωτικής εξουσιοδότησης» για τη μετατροπή του συναλλάγματος σε ρούβλια. Άνευ της οποίας, δεν εκκαθαρίζεται η συναλλαγή με την Gazprom.
Και το ερώτημα που τίθεται, είναι το ποιος θα κάνει πρώτος πίσω σε αυτή τη μάχη, που προκαλεί ο παραλογισμός της Μόσχας. Ένας παραλογισμός που ουδεμία σχέση έχει με την οικονομική πραγματικότητα. Θα διακινδυνεύσει η Ευρώπη να μείνει από ρωσικούς υδρογονάνθρακες; Θα διακινδυνεύσει η Ρωσία να δει το ΑΕΠ της να υφίσταται μια πτώση τουλάχιστον του 20%, όπως υπολογίζει η Capital Economics;