Ο Τραμπ. Κι η εκλογή του στις ΗΠΑ. Μόνο εκεί;
AP
AP

Ο Τραμπ. Κι η εκλογή του στις ΗΠΑ. Μόνο εκεί;

Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγες ημέρες από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, του 47ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ). Ο οποίος θα ήταν ήδη υποψήφιος και ακλόνητο φαβορί για τα (αν υπήρχαν) βραβεία Όσκαρ προβολής και δημοσιότητας, αλλά και επιδραστικότητας. Κι ενώ όλοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στην ημέρα της εκλογής του που άνοιξε την πόρτα (μέσω) του Λευκού Οίκου για τη δεύτερη θητεία του.

Όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σ’ όλον τον πλανήτη. Αυτή η ματιά ίσως μας βοηθήσει ν’ αντιληφθούμε τα «γιατί» της εκλογής του, ενώ ταυτόχρονα θα αποκρυπτογραφήσει κάποιους κώδικες λειτουργίας του ιδίου, που, ενδεχομένως, «στριμώχνονται στη γαλαρία» της έντονης προσωπικότητάς του. 

Μακρινή ανάμνηση φαντάζει η ημέρα της εκλογής του, κάτι που μας επιτρέπει να προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε σε μια ψύχραιμη και, κατά το δυνατόν, αμερόληπτη ανάλυση των αποτελεσμάτων. Κι επειδή τα περίπου 11.000 χιλιόμετρα και η διαφορά των 10 ωρών μεταξύ Σαν Φρανσίσκο και Αθήνας ενδέχεται να λειτουργούν ως «παραμορφωτικά φίλτρα», θα προσπαθήσουμε ν’ αντλήσουμε πληροφορίες, ν’ ακούσουμε απόψεις και να στηριχτούμε σε πηγές και δεδομένα που προέρχονται απ’ ευθείας από τις ΗΠΑ. 

Ιστορικά, η εκλογή κάθε Αμερικανού Προέδρου αποτελούσε, τουλάχιστον μεταπολεμικά, ένα κοσμοϊστορικό γεγονός που ξεπερνούσε κατά πολύ τα σύνορα των ΗΠΑ, αποτελώντας την πρώτη είδηση στην καθημερινότητα ακόμη και στη μακρινή Ελλάδα, όπως απεικονίζεται στο πρωτοσέλιδο της της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της 9ης Νοεμβρίου 1960 (βλ. Εικόνα 1).

Εικόνα 1: Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 9/11/1960

Τελικά ο Κέννεντυ εξελέγη με μόλις 0,33% περισσότερες ψήφους από τον Νίξον. Επανερχόμενοι όμως στο σήμερα, είχες την αίσθηση ότι τη νύχτα της πρώτης Τρίτης του Νοεμβρίου 2024 η καρδιά όλου του κόσμου χτυπούσε στις ΗΠΑ. Και μάλιστα όχι στους φυσιολογικούς παλμούς της, αλλά άγγιζε την ταχυκαρδία. Η αγωνία για την έκβαση της ψηφοφορίας είχε χτυπήσει κόκκινο. Τραμπ ή Χάρις; Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ένα μεγαλοπρεπέστατο Χ, δηλαδή ισορροπία και σε συνδυασμό με την ιδιομορφία των αμερικανικών εκλογών, λόγω των εκλεκτόρων, οι προβλέψεις έμοιαζαν με μαθηματική εξίσωση με επτά αγνώστους. Όσες ακριβώς ήταν οι, καθοριστικές για την έκβαση του αποτελέσματος, Πολιτείες (swing states). Γιατί όμως «καιγόταν» όλος ο κόσμος; 

Η απάντηση; Τραμπ! Ντόναλντ Τραμπ!

Τελικά, οι Αμερικανοί πολίτες ψήφισαν και έδωσαν μια σαρωτική νίκη στον Ντόναλντ Τραμπ που όχι μόνο νίκησε τη Χάρις, αλλά, σε «πείσμα» των δημοσκοπήσεων, κέρδισε:

  • 312 εκλέκτορες έναντι 226
  • και τις επτά «αμφίρροπες» Πολιτείες 
  • τη λαϊκή ψήφο με διαφορά άνω των 2,7 εκατομμυρίων ψήφων έναντι της Χάρις 
  • με το κόμμα του, πλειοψηφία 53 έναντι 47 στη Γερουσία  
  • με το κόμμα του, πλειοψηφία των 220 έναντι 215 στη Βουλή των Αντιπροσώπων

Έχοντας λοιπόν ως βάση τις ενδείξεις των δημοσκοπήσεων, γεννάται το ερώτημα: Πώς τα κατάφερε όλα αυτά και μάλιστα με τόσο εμφατικό τρόπο;

Αυθόρμητα έρχεται στο μυαλό η περίφημη φράση «It’s the economy, stupid!”, φράση – κλειδί της προεκλογικής εκστρατείας, που «ξεκλείδωσε» τη νίκη του Κλίντον στις εκλογές του 1992 έναντι του Προέδρου Μπους. Η οικονομία λοιπόν παίζει καθοριστικό ρόλο στην έκβαση των εκλογών και ο Κλίντον κατάφερε να πείσει τότε τους Αμερικανούς πολίτες ότι μπορεί να τους οδηγήσει σε καλύτερα χρόνια με περισσότερα λεφτά και δουλειές, μειώνοντας παράλληλα την υψηλή ανεργία, αποτέλεσμα της ύφεσης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπους.

Αυτά για την ιστορία. Πως εξελίχθηκε όμως η θητεία του Μπάιντεν (2021 – 2024) στην οικονομία; Ας δούμε πρώτα το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ, GDP) (βλ. Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: ΗΠΑ, ΑΕΠ κατά κεφαλή σε χιλ. Δολάρια, 2017 – 2023

Πηγή: World Bank

2017 – 2020: Προεδρία Τραμπ. Από το 2021 που ανέλαβε ο Μπάιντεν μέχρι και το τέλος του 2023, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρουσιάζει μια συνεχή ανοδική πορεία και μάλιστα οι ΗΠΑ συγκρινόμενες με τις υπόλοιπες χώρες του G7 καταγράφουν καλύτερες επιδόσεις. Συνεχίζοντας με την ανεργία, ο Μπάιντεν την παρέλαβε στο, λόγω COVID, υψηλό ποσοστό 5,3% το 2021 και την επανέφερε στο σχετικά χαμηλό ποσοστό 4,3% τον Ιούλιο του 2024, έχοντας πιάσει το ιστορικό χαμηλό του 3,4% το 2023. Και με τον πληθωρισμό τι έγινε; Παρέλαβε το 2021 4,7%, πέρασε «δύσκολα» το 2022 που αναρριχήθηκε στα 9% και τον Ιούλιο του 2024 ο πληθωρισμός έτρεχε με 2,9%. 

Με αυτά τα οικονομικά στοιχεία, που δεν τα λες και άσχημα, οι Αμερικανοί πολίτες θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Ή μήπως όχι;

Τι έλεγαν λοιπόν οι ίδιοι οι Αμερικανοί πολίτες; Τον Μάϊο του 2024 το Pew Research Center (μη κερδοσκοπική δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον) διεξήγαγε μια δημοσκόπηση ενηλίκων με το ερώτημα «πώς κρίνουν την προσωπική τους οικονομική κατάσταση» (βλ. Διάγραμμα 2). 

Διάγραμμα 2: Ποσοστό Αμερικανών που δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι σε άριστη ή καλή κατάσταση

Πηγή: Pew Research Center, δημοσκόπηση 13 – 19 Μαΐου 2024

Τι διαπιστώνουμε; Το ποσοστό των Αμερικανών (Total, γκρίζα γραμμή), που αξιολογούν τα προσωπικά τους οικονομικά ως άριστα ή καλά, μειώθηκε από 52% το 2021 στο 41% το 2024. Τι άλλο; Μεγάλη μείωση παρατηρείται στους προσκείμενους στους Ρεπουμπλικάνους (Rep/Lean Rep, κόκκινη γραμμή), από το υψηλότερο σημείο 63% το 2019 (προεδρία Τραμπ), στο 40% το 2024 (προεδρία Μπάιντεν). Και μια σχετικά μικρή αύξηση στους Δημοκρατικούς (Dem/Lean Dem, μπλε γραμμή) αντίστοιχα από 40% σε 44%. Καμπανάκι για τους Δημοκρατικούς;

Ενδεχομένως κάποιοι να πουν ότι τα προαναφερθέντα αποτελούν «προσωπική αξιολόγηση», ενώ η «πραγματική» κατάσταση να είναι διαφορετική. Ας πάμε λοιπόν σε μετρήσιμα στοιχεία και συγκεκριμένα του Ομοσπονδιακού Bureau of Labor Statistics (BLS), υπεύθυνο για τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων στον ευρύτερο τομέα της οικονομίας. Στο σημείο αυτό όμως, θα μου επιτρέψετε να διακρίνω μεταξύ πληθωρισμού (πόσο ανεβαίνουν οι τιμές σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) και της ακρίβειας, δηλαδή αν «αντέχει η τσέπη μας». Σε τι ποσοστό έτρεξε ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ αναφερθήκαμε σε προηγούμενη παράγραφο. 

Σύμφωνα λοιπόν με το BLS, οι δαπάνες στέγασης του μέσου αμερικανικού νοικοκυριού αντιστοιχούν το 2023 σε 32,9% των συνολικών δαπανών, έχοντας αυξηθεί κατά 4,7% το 2023, μετά από αύξηση 7,4% το 2022. Να σημειωθεί, ότι το αμερικανικό υπουργείο Στέγασης (U.S. Department of Housing and Urban Development, HUD), αναφέρει επισήμως ότι όποιος δαπανά πάνω από το 30% του εισοδήματος του νοικοκυριού του για τη στέγαση θεωρείται «επιβαρυμένος».

Το 2023 το 52% των αμερικανικών νοικοκυριών ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Αυτό σημαίνει ότι «μπορεί να δυσκολεύεται να πληρώσει τα απαραίτητα, όπως τρόφιμα, ρούχα, μεταφορές και ιατρική περίθαλψη». Το πρόβλημα όμως είναι ακόμη πιο οξύ: Το 2023 σχεδόν το 15% όλων των νοικοκυριών των ΗΠΑ, δηλαδή περίπου 20 εκατομμύρια νοικοκυριά, ξόδευαν περισσότερο από το μισό του εισοδήματός τους για στέγαση. Αυτό λέγεται ακρίβεια. Κι όχι μόνο λέγεται. Είναι ακρίβεια. Καμπάνα για τους Δημοκρατικούς; 

Αυτά για την ακρίβεια. Και οι οικονομικές ανισότητες; Όσο κι αν υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για την αξιολόγησή της, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι στις ΗΠΑ υπάρχουν όντως και είναι μεγάλες. Ας παραμείνουμε λοιπόν στα στοιχεία και τους αριθμούς της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, γνωστής ως Fed (Federal Reserve System). Από το τέλος της χρηματοπιστωτικής κρίσης (2009), η συνολική καθαρή περιουσία (καταθέσεις, επενδύσεις και ακίνητα) του πλουσιότερου 1% των νοικοκυριών έχει αυξηθεί 9 φορές συγκρινόμενη με την αύξηση της περιουσίας του φτωχότερου 50%. Λεπτομέρεια: Αυτό το 50% είδε όμως την περιουσία του να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της «πρώτης φοράς Τραμπ» (2017 – 2020) πέντε φορές, συγκρινόμενη με την προεδρία Μπάιντεν (2021 – 2024). Κι «ο λαός δεν ξεχνά, …». (Στοιχεία από: Board of Governors of the Federal Reserve System (US), fred.stlouisfed.org)

Πολλά μπορεί να γράψει κανείς για οικονομικούς δείκτες, αλλά στο τέλος της ημέρας, δηλαδή εκείνη των εκλογών, αυτό που μετράει, είναι η ψήφος και κατ’ επέκταση, με ποια κριτήρια ψηφίζει ο πολίτης. Ας δούμε λοιπόν τα αποτελέσματα των μετρήσεων του exit poll που διεξήγαγε το NBC News σε 10 πολιτείες κλειδιά. Στη βασική ερώτηση προς τον πολίτη, που μόλις είχε ψηφίσει, αναφορικά με τη κατάσταση της οικονομίας, η απάντηση της μεγάλης πλειοψηφίας (68%) ήταν ότι πιστεύει πως είναι όχι τόσο καλή ή κακή (Not so good or poor), ενώ μόνο το 31% απάντησε ότι πιστεύει πως είναι εξαιρετική ή καλή (Excellent or good).  Ή όπως θα έλεγε κάποιος που ζει εδώ και πολλά χρόνια στις ΗΠΑ: «Έχει χαλάσει η Αμερική τα τελευταία χρόνια.» Και από τη μεγάλη πλειοψηφία των 2/3 των εκλογέων, το 70% ψήφισε Τραμπ (βλ. Διάγραμμα 3). 

Διάγραμμα 3: Πιστεύετε ότι η κατάσταση της εθνικής οικονομίας είναι:

Πηγή: NBC News

Σ’ αυτό το σημείο το άρθρο θα μπορούσε να είχε φτάσει στο τέλος, έχοντας επιβεβαιώσει για ακόμη μια φορά ότι και το 2024 ισχύει το «It’s the economy, stupid!”, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Τραμπ υπερίσχυσε με διαφορά της Χάρις (53% vs. 46%) στην άποψη των εκλογέων για το «ποιον υποψήφιο εμπιστεύονται στα θέματα της οικονομίας» (βλ. Διάγραμμα 4). Όταν μάλιστα για το ένα τρίτο των εκλογέων η οικονομία είχε τη μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με άλλα θέματα.

Διάγραμμα 4: Ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο για να χειριστεί την οικονομία;

Πηγή: NBC News

Πώς εξηγείται όμως το δεύτερο γεγονός, δηλαδή ότι 77+ εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν τον Τραμπ, ενώ τη Χάρις 2+ εκατομμύρια λιγότεροι; Παρ’ όλες τις δικαστικές υποθέσεις, καταδίκες και όλα τα νομικά του προβλήματα; Με τους τρεις γάμους, τα πέντε παιδιά, τα δέκα εγγόνια και τις ροζ, και όχι μόνο, ιστορίες του σε μια χώρα, σε πολλές περιοχές της οποίας η θρησκεία, η οικογένεια και ο πουριτανισμός εξακολουθούν να καθορίζουν τους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς μεγάλου μέρους του πληθυσμού της; Με τον τρόπο έκφρασής του που οδηγεί πολλούς ανθρώπους να τον χαρακτηρίζουν, στην καλύτερη περίπτωση κυνικό, συνήθως όμως αδίστακτο, αγενή, προκλητικό, προσβλητικό, χυδαίο, σεξιστή και ρατσιστή; Είναι «ψεκασμένοι» όλοι αυτοί που τον ψήφισαν;

Όλα τα προαναφερθέντα δεν τα κατατάσσεις στα θετικά χαρακτηριστικά ενός υποψήφιου προέδρου, ο οποίος μάλιστα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απολάμβανε της υποστήριξης των περισσότερων και σημαντικότερων αμερικανικών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ), πλην του FOX News. Μήπως λοιπόν αξίζει να το ψάξουμε λίγο περισσότερο; 

Ας ανατρέξουμε λοιπόν σ’ ένα άρθρο των New York Times με τίτλο «Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΓΩΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΤΡΑΜΠ». Ημερομηνία; 7 Αυγούστου 1983: «(Ο Ντόναλντ Τραμπ) έκανε γνωστή την παρουσία του στο νησί του Μανχάταν στα μέσα της δεκαετίας του '70, ένας θρασύς Άδωνις από τα εξωτερικά προάστια, αποφασισμένος να βάλει το αποτύπωμά του στον χρυσό βράχο (του Μανχάταν).

Έδειχνε ένα ταλέντο στην αυτοπροβολή, στα μεγαλεπήβολα σχέδια και, ίσως όχι απροσδόκητα, στο να προκαλεί οργή στην πορεία. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, εντάχθηκε στην επιχείρηση του πατέρα του, μια αυτοκρατορία μεσοαστικών πολυκατοικιών στο Μπρούκλιν, το Κουίνς και το Στάτεν Άιλαντ που τότε άξιζε περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια. Σήμερα, ο Οργανισμός Τραμπ ελέγχει περιουσιακά στοιχεία αξίας περίπου 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων. Αλλά ο κ. Τραμπ υπερηφανεύεται ότι είναι «αλάνι της πιάτσας» και καυχιέται ότι το Μπρούκλιν και το Κουίνς, όπου μεγάλωσε, είναι από τα «πιο σκληρά και έξυπνα μέρη στον κόσμο».

Ο κ. Τραμπ προτιμά το λεξιλόγιο του πολέμου και του αθλητισμού για να καταγράψει τα κατορθώματά του, αναγνωρίζοντας ότι ‘’δεν μου αρέσει να χάνω’’. Ούτε του αρέσει να λαμβάνει λιγότερα από τα πλήρη εύσημα για τις νίκες του. ‘’Έχω τα καλύτερα διαμάντια στην πόλη της Νέας Υόρκης όσον αφορά την τοποθεσία’’, καυχιόταν. Σε αυτή τη συνταγή, ο κ. Τραμπ έχει επίσης προσθέσει το ταλέντο του πωλητή, σόου μπίζνες και το σωστό timing, αξιοποιώντας την έκρηξη των ακινήτων των τελευταίων ετών με θεαματικό τρόπο.»

Αυτά έγραφαν οι New York Times πριν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Πολύ γρήγορα λοιπόν γίνεται φανερό ότι ο Τραμπ από μικρός ήθελε ν’ αποδεικνύει ότι πάντα είναι ο καλύτερος, είναι αυτός που μπορεί να παίρνει αποφάσεις με ρίσκα και να κλείνει deals.

Παράλληλα, επιζητεί να βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος και της δημοσιότητας, ενώ δεν ανέχεται να υπάρχει κάποιος που να τον επισκιάζει, ποσώς δε να χάνει από κάποιον, ιδιαίτερα μάλιστα αν ο «κάποιος» είναι «κάποια». Και μην κάνεις το λάθος να τον υποτιμήσεις ή, το χειρότερο, να τον προκαλέσεις! Έχεις, δεν έχεις δίκιο. Δεν ξεχνάει και θα επανέλθει, αν όχι άμεσα, το αργότερο όταν κρίνει ότι οι συνθήκες τον ευνοούν. Παράλληλα με την ανοδική εμπορική του πορεία, ο Τραμπ επιθυμούσε και την αντίστοιχη κοινωνική του αποδοχή από την ελίτ του Μανχάταν, μέρος (;) της οποίας δεν «έβαζε στα σαλόνια της» τον νεαρό από το υποβαθμισμένο προάστιο Queens.

Το αποτέλεσμα; «Στα τέλη της δεκαετίας των 80 ο Τραμπ κάνει κάποιες σκέψεις για την πολιτική. Στο πίσω μέρος του μυαλού του έχει τη σκέψη ότι αν οι ισχυροί του Μανχάταν δεν τον θέλουν, θα τους το δείξει με το να γίνει πρόεδρος ολόκληρης της χώρας.» Τάδε έφη Newt Gingrich, Ρεπουμπλικανός , 50ος  Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ (1995 – 1999).

Με λίγα λόγια: Το εγώ του Τραμπ γράφεται μόνο με κεφαλαία. ΕΓΩ!

Και με τι συνδυάζει το ΕΓΩ του; Ας επανέλθουμε στον Newt Gingrich: «Πολλά από αυτά που λέει ο Τραμπ μοιάζουν με ένα μείγμα από τις συζητήσεις στα αποδυτήρια ενός κλαμπ γκολφ και τις συζητήσεις με τους εργάτες, δηλαδή εκφράζει απόψεις ενός τυπικού επιχειρηματία, αλλά και ενός μέσου Αμερικανού εργάτη».

Συνεχίζοντας με τον Marc Fisher, τον δημοσιογράφο της Washington Post, ο οποίος συνέγραψε τη βιογραφία του Τραμπ «Trump Revealed: An American Journey of Ambition, Ego, Money, and Power»: «Ο Τραμπ είχε την ικανότητα να επικοινωνεί με τους ανθρώπους με έναν πολύ άνετο τρόπο. Παρ’ όλο που ήταν πάμπλουτος και ζούσε στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, μπορούσε να μιλάει την ίδια γλώσσα με τους εργάτες». Και εν τέλει ο Roger Stone, σύμβουλος εκλογικών εκστρατειών του Νίξον, του Ρήγκαν και στη συνέχεια του Τραμπ, τον οποίον γνώρισε στα τέλη της δεκαετίας 70. Ήταν ίσως ο πρώτος που αναγνώρισε στο πρόσωπο του Τραμπ έναν άνθρωπο με τεράστιες πολιτικές δυνατότητες: «Έχει ένα συγκεκριμένο χάρισμα που τον κάνει πραγματικά πειστικό.»

Εν ολίγοις: Ο Τραμπ έχει το χάρισμα να πείθει. Ακόμη και απλούς και φτωχούς ανθρώπους, όντας ο ίδιος πάμπλουτος. Με την αμεσότητά του, αλλά και τον «αντισυστημικό» τρόπο του, έχει καταφέρει να απολαμβάνει της «άνευ όρων» υποστήριξης πλήθους πιστών και φανατικών οπαδών - ψηφοφόρων. Ό,τι και να πει «η Προεδράρα», ισχύει. Το ερώτημα όμως παραμένει: είναι αρκετός ο συνδυασμός της οικονομικής κατάστασης της χώρας με ΕΓΩ και το επικοινωνιακό του χάρισμα, ώστε να καταφέρει να θριαμβεύσει στις εκλογές; 

Το τανγκό για να χορευτεί χρειάζεται δύο. Καλός ο υποψήφιος, αλλά για να εκλεγεί, χρειάζεται αυτούς που θα τον ψηφίσουν. Ας ταξιδέψουμε λοιπόν νοερά στις ΗΠΑ του 2016, όπου δέκα ημέρες μετά τη νίκη του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές, ο στοχαστής και καθηγητής ανθρωπιστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια, Mark Lilla, δημοσιεύει στους New York Times το  άρθρο με τίτλο «The End of Identity Liberalism» (Το τέλος του φιλελευθερισμού των ταυτοτήτων), που μέλλει να αποδειχθεί το πιο πολυδιαβασμένο πολιτικό δημοσίευμα των Times εκείνης της χρονιάς. 

Ο Lilla έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει κοντά στην πόλη με τις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, στο Ντιτρόιτ της πολιτείας του Μίσιγκαν, έζησε βιωματικά την επιδείνωση της σχέσης μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος και της εργατικής τάξης στην περιοχή. Ο λόγος; Η αίσθηση που είχαν οι άνθρωποι ότι υπήρχε μια πολιτιστική ελίτ των Δημοκρατικών που τους έβλεπε αφ’ υψηλού, αγνοώντας τη θρησκεία τους, την οικογενειακή τους ζωή και τις παραδοσιακές τους απόψεις. Ιδιαίτερα μάλιστα οι λευκοί ψηφοφόροι αυτής της περιοχής, της λεγόμενης ζώνης της σκουριάς, έχασαν την πίστη τους στο Δημοκρατικό Κόμμα λόγω της αντίληψης ότι αυτό υπερασπίζεται άλλες ομάδες - τους μαύρους Αμερικανούς, τους πολύ φτωχούς, τους πρόσφατους μετανάστες, τις φεμινίστριες – αλλά, εν τέλει, όχι αυτούς.

Τι παρατηρεί λοιπόν ο Lilla; Οι Δημοκρατικοί εστιάζουν στην αποδοχή της διαφορετικότητας, στην προστασία των μειονοτήτων και κατ’ επέκταση στις πολιτικές των διαφορετικών ταυτοτήτων, δηλαδή στη βάση της ατομικής ταυτότητας των ανθρώπων (π.χ. της θρησκείας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού). Και τι προτείνει; Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις την περιθωριοποίηση των μειονοτήτων είναι να κερδίσεις τις εκλογές και να προχωρήσεις στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Και για να κερδίσεις τις εκλογές θα πρέπει να δώσεις έμφαση όχι στις επί μέρους ταυτότητες, αλλά στο τι κοινό μοιράζονται όλες αυτές οι διαφορετικές ομάδες και ποιο είναι το κοινό καλό, στοχεύοντας στη δημιουργία και τη διατήρηση της συναίνεσης μεταξύ διαφορετικών ειδών ανθρώπων από διαφορετικές τάξεις και διαφορετικές περιοχές. Στην οικοδόμηση μιας αίσθησης του ανήκειν και της δέσμευσης σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Και ο μόνος τρόπος να το πετύχεις αυτό, είναι να διαθέτεις ένα μήνυμα που απευθύνεται σε όσο το δυνατό περισσότερους πολίτες και να τους ενώνει.

Αυτά έγραφε ο Lilla ήδη αμέσως μετά τη νίκη του Τραμπ το 2016. Τι έκαναν οι Δημοκρατικοί στη συνέχεια; Συνέχιζαν να τονίζουν τις διαφορετικές ταυτότητες. Κάτι που οδηγούσε πολλούς πολίτες που δεν ανήκαν στις επί μέρους ομάδες, να περάσουν στο απέναντι στρατόπεδο.

«Καλώς τα παιδιά!» λοιπόν, για να θυμηθούμε τον συγχωρεμένο Νίκο Αλέφαντο. Κι όχι μόνο αυτό. Τα ταυτοτικά ζητήματα αγγίζουν ευαίσθητες χορδές του ανθρώπου, ο οποίος όταν αισθάνεται ότι του «πατούν τον κάλο», αντιδράει πολύ έντονα. Όπως αποδεικνύει το καθ’ ημάς παράδειγμα του νόμου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Όταν μάλιστα αντίστοιχα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, τοποθετούνται στη «βιτρίνα» της δημοσιότητας, «φωτιζόμενα» όμως κυρίως από τη μία τους πλευρά, μπορεί να οδηγήσουν, όχι μόνο σε αντιπαλότητα, αλλά σε πόλωση, εχθρότητα, μέχρι και μίσος, «ποδοπατώντας» τα όποια υπολείμματα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και το «σύστημα».  Π.χ. το μεταναστευτικό. Κι όχι μόνο στις ΗΠΑ.

Διά ταύτα: μ’ αυτά (αίσθηση του ψηφοφόρου για την κατάσταση της οικονομίας) και μ’ αυτά (αίσθηση του πολίτη ότι «δεν με υπολογίζουν»), χρειάστηκε ένα ΕΓΩ («I alone can fix it») για να πείσει την πλειοψηφία των Αμερικανών ψηφοφόρων ότι θα “Make America Great Again”. 

Υ.Γ.: Η έκφραση copy-paste προέρχεται από την πληροφορική, άρα από τις ΗΠΑ και έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Ας το έχουμε υπ’ όψιν, διότι, ενίοτε, η επανάληψη παρεμφερών εκλογικών αποτελεσμάτων σε διάφορες χώρες παύει ν’ αποτελεί ανεξήγητη (;) σύμπτωση.