Του Γιώργου Φιντικάκη
Κάποτε ήταν ο σύμμαχος της Ελλάδας για το χρέος και για τα πλεονάσματα, μετά έγινε ο εχθρός της ανάπτυξης και η προσωποποίηση του κακού στη κλίμακα σύγκρουσης κυβέρνησης-δανειστών, και τώρα επειδή έχει περιοριστεί σε τεχνικό ρόλο, η ισχύς του έχει αποδυναμωθεί, ωστόσο συνεχίζει να ενοχλεί με τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του.
Από τις προ ημερών δυσοίωνες προβλέψεις του για μακροχρόνια ανάπτυξη μόλις 1,2% και την έμμεση παραδοχή για ανάγκη περικοπής των συντάξεων, έως τη διαφωνία του για τα υπερπλεονάσματα, την έξοδο στις αγορές και το ελατήριο που θα εκτινάσσονταν, ελάχιστα απ'' όσα λέει το Ταμείο συνάδουν με το κυβερνητικό αφήγημα ότι "έχουμε αφήσει πίσω τα δύσκολα", όπως είπε χθες ο Πρωθυπουργός κατά την ομιλία του στη Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τη κυβέρνηση, το ΔΝΤ δεν έχει πλέον καμία χρησιμότητα, γι αυτό και θα ήθελε να ξεπληρώσει το συντομότερο δυνατό, τα προς αυτό, δάνεια, ύψους 10 δισ. Εξακολουθεί όμως να έχει χρησιμότητα για τις αγορές που θεωρούν πως η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη στα μισά του δρόμου. Γι'' αυτό και οι εκτιμήσεις που διατυπώνει δημόσια για τα διαρθρωτικά μέτρα που θεωρεί απαραίτητα ώστε να σταθεί η χώρα στα πόδια της, θα αποτελούν μόνιμο πονοκέφαλο για την κυβέρνηση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον Γιάννη Στουρνάρα.
Το γεγονός ότι τόσο η Λανγκάρντ όσο και ο Τόμσεν απέφυγαν κατά τη συνάντηση της Παρασκευής στο μακρινό Μπαλί με τον Ευ. Τσακαλώτο να διαφωνήσουν ευθέως μαζί του στο θέμα των συντάξεων, δεν σημαίνει και ότι συμφωνούν. Το γεγονός ότι έχουν χαμηλώσει τους τόνους, δεν σημαίνει ότι το Ταμείο έπαψε να θεωρεί τη περικοπή των συντάξεων ως διαρθρωτικό μέτρο απαραίτητο για τη βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού και ότι δεν θα επαναλάβει τη γνωστή του θέση στην έκθεση που αναμένεται να δημοσιεύσει για την Ελλάδα τις πρώτες εβδομάδες του 2019.
Όσο και αν έχει αποστασιοποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν από τα ελληνικά δρώμενα, το ΔΝΤ δεν παύει να λέει άβολες αλήθειες.
Καταρχήν οι προβλέψεις του για την μακροχρόνια ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δεν είναι καλές, εκτιμώντας ότι η αύξηση του ΑΕΠ το 2023 δεν θα ξεπεράσει το… 1,2% (έναντι πρόβλεψης για 1,9%), αναθεώρηση που το ίδιο αποδίδει σε στοιχεία για τη γήρανση του πληθυσμού και την υπογεννητικότητα, συνδέοντας όλα τα παραπάνω με τις μακροχρόνιες συνέπειες στο συνταξιοδοτικό, το οποίο θεωρεί μη βιώσιμο.
Επιμένει στην ανάγκη περικοπής των συντάξεων, κρίνοντας τουλάχιστον από την έκθεση Fiscal Monitor που δημοσιεύτηκε προ ημερών. Αν και αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του για τα πρωτογενή πλεονάσματα της Ελλάδος, τα οποία υπολογίζονται στο 3,5% του ΑΕΠ από φέτος έως και το 2022, όπως δηλαδή και η Κομισιόν, εντούτοις, όπως ανέφερε στις υποσημειώσεις της ανακοίνωσης, η εκτίμηση βασίζεται στις παραδοχές πάνω στις οποίες έχει δομηθεί η ενισχυμένη εποπτεία της Ελλάδος.
Δεν αποτυπώνει δηλαδή τη θέση του με βάση το αίτημα για μη μείωση συντάξεων το οποίο θα "υποβάλει" επισήμως η Ελλάδα αύριο στις Βρυξέλλες, παρά με βάση τη συμφωνία για μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου και της εφαρμογής των αντιμέτρων, εφόσον αυτό είναι δημοσιονομικά εφικτό.
Διαφωνεί ότι αντέχει η ελληνική οικονομία να πετύχει υπερπλεονάσματα, όπως υπολογίζει η κυβέρνηση, φιλοδοξώντας να τα μοιράσει ως κοινωνικό μέρισμα ή για να καλύψει μέρος των αντιμέτρων, που μπορεί να θυσιαστούν για να μην περικοπούν οι συντάξεις. Μιλά για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από φέτος ως και το 2022, όταν η κυβέρνηση εκτιμά 3,74% φέτος, 4,14% το 2019, ενώ το μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι θα φτάσει το 4,15% το 2020, το 4,53% το 2021 και το 5,19% το 2022.
Εκτιμά ότι οι πόρτες των αγορών έχουν ουσιαστικά κλείσει για την Ελλάδα, κρίνοντας τουλάχιστον από τις προβλέψεις του, τον Ιούνιο, για τη μελλοντική πορεία των αποδόσεων των ελληνικών 10ετών ομολόγων. Αν και η απόκλισή του από τις αντίστοιχες εκτιμήσεις της Κομισιόν είχε σχολιασθεί αρνητικά, οι εξελίξεις δείχνουν να το επιβεβαιώνουν. Στο βασικό του σενάριο μιλούσε για κόστος χρήματος που θα φτάσει φέτος το 4,5% (4,39% τη Παρασκευή για το ελληνικό 10ετές), έναντι 3,2% της πρόβλεψης της Κομισιόν. Εκτιμούσε επίσης ότι το 2019, αυτό θα διαμορφωθεί στο 5,3%, το 2020 στο 5,5%, το 2023 στο 5,8%, κ.ό.κ.
Διαφωνεί με τη λογική του "ελατηρίου" ως ενός κανόνα που ισχύει σε κάθε οικονομία ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, και θεωρεί ότι οι μεγάλες μειώσεις του ΑΕΠ δεν ακολουθούνται απαραίτητα από απότομες ανακάμψεις. Σε ειδική αναφορά που περιλαμβάνει η έκθεσή του "World Economic Outlook", που δόθηκε στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του στο Μπαλί, εκτιμά ότι στις χώρες που μελετήθηκαν, η επιστροφή στο προ κρίσης ΑΕΠ πήρε κατά μέσον όρο 12 χρόνια. Πολλοί άλλοι αναλυτές θεωρούν ότι κάπου τόσα χρόνια θα χρειαστεί και η Ελλάδα για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2008.
Κατατάσσει την Ελλάδα στη πρώτη θέση αλλά από το… τέλος, μεταξύ 69 χωρών στο ισοζύγιο μεταξύ υποχρεώσεων και ενεργητικού, δηλαδή των περιουσιακών της στοιχείων, χρηματοοικονομικών και μη. Συγκρίνοντας το τεράστιο ύψος του ελληνικού δημοσίου χρέους με το ενεργητικό της Ελλάδας, η καθαρή της θέση είναι αρνητική, ίση με το 111% του ΑΕΠ της. Το γεγονός λέει από μόνο του πολλά για την επίπτωση στην ανάπτυξη από τη δυστοκία στη μαζική προσέλκυση επενδύσεων, παρ'' ότι ο Πρωθυπουργός επανέλαβε χθες ότι "έχουμε ρεκόρ ξένων επενδύσεων", δίχως να είναι σαφές τι ακριβώς εννοεί.
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν το γεγονός ότι το Ταμείο έκανε λάθη στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως παραδέχτηκε από το Μπαλί και η ίδια η Κριστίν Λανγκάρντ, μιλώντας για τις εμπλοκές που προέκυπταν από το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν την ιδιοκτησία του προγράμματος. Είναι όμως διαφορετικό αυτό, και διαφορετικό αυτό που συνήθιζε μέχρι πρότινος να κάνει η κυβέρνηση Τσίπρα, δηλαδή κάθε φορά που ξέμενε από εχθρούς, να ξεθάβει το τσεκούρι του πολέμου κατά του Ταμείου.