Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Υπό την απειλή επιβολής αμερικανικών κυρώσεων η τουρκική οικονομία δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από τις αγορές, υποδεικνύοντας αφενός ότι η κρίση του 2018 δεν έχει περάσει και αφετέρου ότι τα σοβαρά προβλήματα και οι δομικές αδυναμίες της παραμένουν. Την ώρα που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έδειχνε να έχει καταφέρει να «γυρίσει» το κλίμα στην τουρκική οικονομία με αποτέλεσμα να αναβαθμιστούν οι προβλέψεις και να απομακρυνθεί το σενάριο σοβαρής ύφεσης το 2019, η ακαριαία αντίδραση των επενδυτών στην πολεμική ρητορική που έχει αναπτυχθεί μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας με φόντο την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία, αλλάζει τα δεδομένα.
Λίγες ημέρες αφού ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε ότι θα καταστρέψει, θα σβήσει από το χάρτη και θα «ξηλώσει» την τουρκική οικονομία, όλα ανεξαιρέτως τα τουρκικά assets δέχονται εκκωφαντικά χτυπήματα. Το Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης δέχθηκε «επίθεση» μαζικών ρευστοποιήσεων και έκλεισε με πτώση 5,1%, χάνοντας πάνω από 5.000 μονάδες, ενώ η τουρκική λίρα επέστρεψε στον περασμένο Μάιο και πάνω από το επίπεδο των 5,93 λιρών έναντι του δολαρίου. Και μόνο το γεγονός ότι σχεδόν το 40% του τραπεζικού δανεισμού στην Τουρκία είναι σε ξένο νόμισμα, είναι αρκετό για να γίνει αντιληπτή η σημασία της κατρακύλας της τουρκικής λίρας.
Το βραχυπρόθεσμο εξωτερικό χρέος των τουρκικών τραπεζών διαμορφώνεται στα 86,5 δισ. δολάρια, ή 12,3% του ΑΕΠ και μεγάλο μέρος του λήγει μέσα στον τρέχοντα μήνα. Ακολουθεί ένα επίσης μεγάλο κύμα πληρωμών τον ερχόμενο Απρίλιο και τον ερχόμενο Μάιο. Η επιδείνωση των συνθηκών καθιστά πιο δύσκολη την ανακύκλωση του χρέους από τις τράπεζες. Πέρσι, όταν το κόστος δανεισμού έγινε απαγορευτικό, οι τράπεζες χρησιμοποίησαν την κεντρική τράπεζα για να μπορέσουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, δίνοντας ως αντάλλαγμα assets σε ξένο νόμισμα.
Όμως σήμερα τα assets αυτά είναι 35 δισ. δολάρια, πολύ χαμηλότερα από το βραχυπρόθεσμο χρέος. Λύσεις υπάρχουν για να μην δούμε τραπεζικά λουκέτα αλλά οι λύσεις αυτές θα έχουν παρενέργειες σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως στην κατάρρευση της λίρας. Κι έτσι θα συνεχίζεται ένας φαύλος κύκλος που θα οδηγήσει σε γενικευμένη κρίση, κάτι που γνωρίζουν και ο Τραμπ και ο Ερντογάν.
Είναι αλήθεια ότι τον τελευταίο χρόνο η Τουρκία έχει πάει… στην κόλαση κι έχει γυρίσει πολλές φορές και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα. Αρχικά, διεθνείς οργανισμοί και επενδυτικοί οίκοι προέβλεπαν ύφεση 2,5% φέτος και ήπια ανάκαμψη – υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις – το 2020, όμως τα «μαγικά» του Ερντογάν ανάγκασαν την Παγκόσμια Τράπεζα πριν από λίγες ημέρες να προβλέψει μηδενική ανάπτυξη το 2019 αντί για ύφεση.
Τι θα συμβεί αν ο Τραμπ υλοποιήσει τις απειλές του; Είναι γνωστό ότι η τουρκική οικονομία έχει έλλειψη εγχώριων αποταμιεύσεων, που σημαίνει ότι είναι αναγκασμένη να εισάγει κεφάλαια με αποτέλεσμα αυτό να ακριβαίνει επικίνδυνα όταν υπάρχουν αναταράξεις, πόσω μάλλον όταν απειλείται με κυρώσεις. Και μόνο τα tweets του Τραμπ επιδεινώνουν το προφίλ κινδύνου της Τουρκίας και οι επενδυτές προτιμούν να μείνουν μακριά.
Όπως τονίζει η Capital Economics, όσο συνεχίζονται οι πιέσεις προς την τουρκική οικονομία ο τραπεζικός κλάδος θα βλέπει τις καταθέσεις σε δολάριο να αυξάνονται, τον πληθωρισμό να εκρήγνυται και το τουρκικό νόμισμα να δέχεται πλήγματα αξιοπιστίας τα οποία πολύ δύσκολα θα αντιστρέψει στο μέλλον. Όσο η κρίση πλησιάζει τόσο ο Ερντογάν θα παρεμβαίνει στην οικονομία και στις τράπεζες, κάτι που συμβαίνει ήδη εδώ και πέντε χρόνια, με το μερίδιο των κρατικών τραπεζών στις υφιστάμενες χρηματοδοτήσεις να αυξάνεται συνεχώς.
Με τις χορηγήσεις δανείων να οδηγούνται από πολιτικές σκοπιμότητες και παρά από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας, ο κίνδυνος έκρηξης των «κόκκινων» δανείων σε δεύτερο χρόνο, όταν ίσως η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει είναι ένα πιθανό σενάριο που αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα.