Του Βασίλη Γεώργα
Τα ψέματα δεν τελειώνουν ποτέ, αλλά αυτή τη φορά στην κυβέρνηση έχουν λίγα περιθώρια να επενδύσουν σε αυτά. Τα προεόρτια για την 3η αξιολόγηση μέσω της οποίας θα θεμελιωθούν προσδοκίες «εξόδου» από το μνημόνια το 2018 ή θα στρωθεί ο δρόμος για την είσοδο της χώρας στο επόμενο, ξεκινά άτυπα από την ερχόμενη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, ταυτόχρονα με τις διεργασίες της ΔΕΘ και λίγο πριν τις επισκέψεις Macron και Lagarde στην Ελλάδα που θα γίνουν με φόντο τις γερμανικές εκλογές.
Η προγραμματισμένη για τη Δευτέρα συνεδρίαση του Euro Working Group είναι ένα πρώτο στάδιο όπου οι τεχνικές συζητήσεις θα αναδείξουν τις σοβαρές καθυστερήσεις στην υλοποίηση προαπαιτούμενων για τα οποία δεσμεύτηκε την Άνοιξη η κυβέρνηση. Την αμέσως επόμενη ημέρα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο «σύμμαχος» επίτροπος Οικονομικών Pierre Moscovisi θα επιδιώξουν να δώσουν πολιτική διάσταση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις, αναδεικνύοντας κυρίως ερωτήματα για τον ρόλο που θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα και εκφέροντας «δυσαρέσκεια» για την «αναβολή» των αποφάσεων ρύθμισης του χρέους όπως την προωθεί το Βερολίνο.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Τις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν και πάλι επίσημα από τις 10-11 Σεπτεμβρίου με τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών και με τους επικεφαλής της τρόικας αργότερα τον Οκτώβριο, είναι στο χέρι της κυβέρνησης να τις τελειώσει εύκολα ή δύσκολα και να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Η επικοινωνιακή αντεπίθεση του Πρωθυπουργού με τα εγκαίνια, τις φιέστες και τις προσδοκίες για επενδύσεις, (την Τρίτη εγκαινιάζεται ο οδικός άξονας της Ιόνιας Οδού και την Τετάρτη ο Αλ. Τσίπρας υπογράφει μνημόνιο για την σιδηροδρομική σύνδεση της Καβάλας με το Μπουργκάς), είναι το προπέτασμα καπνού μπροστά στα πραγματικά δύσκολα δεδομένα της ισχνής ανάπτυξης, της υστέρησης των εσόδων και των προκλήσεων της 3ης αξιολόγησης.
Τα γραπτά κείμενα είναι εκεί περιμένοντας την εφαρμογή τους, και οι δανειστές από την πλευρά τους θα είναι «η κάθε λέξη του μνημονίου» επειδή σε αυτή την αξιολόγηση διακυβεύεται η δική τους αξιοπιστία καθώς η Ελλάδα οδεύει στην εκπνοή του τρίτου προγράμματος στήριξης χωρίς να έχει πείσει κανέναν ότι είναι έτοιμη να σταθεί στα πόδια της.
Μας αρέσει δεν μας αρέσει έτσι παίζονταν το παιχνίδι από την πρώτη στιγμή και όσες φορές προσπάθησαν οι κυβερνήσεις να αλλάξουν τους όρους για να κερδίσουν πολιτικό χρόνο ή να σκοράρουν επικοινωνιακά στο εσωτερικό, την πληρώσαμε όλοι οι υπόλοιποι πολύ ακριβά.
Η 3η αξιολόγηση είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα ως προς την δυνατότητα να αποδείξει ότι μπορεί και θέλει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα το 2018 για να ελπίζει ότι η επόμενη φάση μετεξέλιξης της ευρωζώνης θα τη συμπεριλάβει ως μέλος των χωρών της πρώτης ταχύτητας και όχι ως παρία που μεταπηδά από το ένα μνημόνιο στο άλλο.
Οι δεσμεύσεις για τις αλλαγές στα εργασιακά, τις μεταρρυθμίσεις στον Δημόσιο τομέα και τις αγορές, την εξοικονόμηση δαπανών, κλπ είναι πολύ συγκεκριμένες. Συνιστούν έναν μεγάλο αριθμό τουλάχιστον 90 νομοθετικών και λοιπών παρεμβάσεων (σε σύνολο 113 που απομένουν αριθμητικά) που υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να υλοποιηθούν ως το τέλος του έτους. Αν η κυβέρνηση επιδιώξει και πάλι να «συγκρουστεί» και να καθυστερήσει για να δείξει ότι διαπραγματεύεται σκληρά, το κόστος θα είναι δυσανάλογα μεγάλο για όλους γιατί η θέση της χώρας δεν έχει ενισχυθεί όπως θα θέλαμε να πιστεύουμε όλους αυτούς τους μήνες, αλλά αντίθετα έχει γίνει ακόμη πιο αδύναμη.
Πίστευαν στο Μέγαρο Μαξίμου ότι η ανάπτυξη της οικονομίας θα ήταν εντυπωσιακότερη και θα αποτελούσε το κλειδί για μια πιο ομαλή διαπραγμάτευση που θα μπορούσε να τους ευνοήσει πολιτικά.
Τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου τους διέψευσαν. Η ανάκαμψη αποδείχθηκε ασθενέστερη των προσδοκιών ως απότοκος της αβεβαιότητας και της βαριάς φορολογίας, ενώ ακόμη χειρότερα οι τροφοδότες της αναιμικής αύξησης του ΑΕΠ (δημόσιες δαπάνες) είναι απολύτως «ξένοι» προς το μοντέλο που καλείται να εφαρμόσει η χώρα μέσω της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων και αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης.
Λίγο πριν την έναρξη της τρίτης αξιολόγησης φτάσαμε στο σημείο να σκάβουμε μόνοι μας τον λάκκο, επιβεβαιώνοντας μέχρι κεραίας τους ισχυρισμούς του ΔΝΤ που προβλέπει πως ούτε στιβαρή ανάκαμψη μπορεί να γνωρίσει η οικονομία με τόσες φορολογικές επιβαρύνσεις, ούτε τους στόχους για τα πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα μπορέσει να επιτύχει.
Ανοίγει έτσι ο δρόμος ώστε μετά τις 24 Σεπτεμβρίου και τις γερμανικές εκλογές, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να βάλει επίσημα πάνω στο τραπέζι, όχι μόνο την εφαρμογή των μέτρων μείωσης του αφορολόγητου ένα χρόνο νωρίτερα ταυτόχρονα με τις περικοπές στις συντάξεις (το 2019 αντί του 2020), αλλά να ανοίξει θέμα για πρόσθετα μέτρα μείωσης δαπανών (κόφτης) το 2018 και να «διαπραγματευτεί» από νέα βάση τις απαιτήσεις του για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών.
Αυτά είναι τα θέματα που περισσότερο ανησυχούν την κυβέρνηση και καθορίζουν τη στρατηγική της. Γι αυτό και ο Πρωθυπουργός άσκησε πιέσεις χθες στους τραπεζίτες, να ανοίξουν γρήγορα τις κάνουλες των δανείων ώστε να πέσει χρήμα στην οικονομία, να πληρωθούν φόροι και να μην εκτροχιαστούν οι εκτιμήσεις για ρυθμούς ανάπτυξης 2%, ώστε και ο ίδιος να ελπίζει ότι θα έχει όπλα για να χρησιμοποιήσει στη διαπραγμάτευση που θα ακολουθήσει.
Δεν είναι ένα στοίχημα που μπορεί να κερδηθεί εύκολα. Μένει να δούμε αν η κυβέρνηση θα μπει καν στον κόπο να το παίξει, ή τώρα που φαίνεται πως χάνονται τα «αντίμετρα», το χρέος και μένουν μόνο τα βαριά μέτρα, θα επιλέξει να ξεκινήσει τον Οκτώβριο νέο πολιτικό ανένδοτο εναντίον του ΔΝΤ και της παραμονής του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Φωτογραφία: Sooc