Μία εβδομάδα μας χωρίζει πλέον από την στιγμή που θα εξαντληθούν τα ρευστά διαθέσιμα του αμερικανικού δημοσίου, τουλάχιστον σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του πλέον αρμόδιου προσώπου, της Υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν. Αν μέχρι τότε δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των δύο αμερικανικών πολιτικών παρατάξεων για την αύξηση του ανώτατου ορίου δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου (debt ceiling), οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικές για την οικονομία και τις διεθνείς αγορές.
Αυτή την στιγμή αυτό το όριο βρίσκεται στα 31,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, αφού έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον ογδόντα φορές από το 1960 μέχρι τώρα. Όπως ξέρουμε, οι βασικοί εκπρόσωποι των δύο παρατάξεων, δηλαδή ο δημοκρατικός πρόεδρος Μπάιντεν και ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι, έχουν αρχίσει εδώ και εβδομάδες τις σχετικές διαπραγματεύσεις, διαβεβαιώνοντας την κοινή γνώμη πως η λύση στο ζήτημα θα βρεθεί εγκαίρως.
Η αλήθεια όμως είναι πως δεν είναι πολύ εύκολο να επιτευχθεί συμφωνία, αφού αυτή θα πρέπει να εγκριθεί και από την Βουλή και από την Γερουσία. Με το κλίμα μεταξύ των δύο κομμάτων να είναι εξαιρετικά πολωμένο και την παρουσία αρκετών στελεχών, και στις δύο παρατάξεις, που μπορεί εύκολα να οδηγήσουν τα πράγματα στα άκρα, η πιθανότητα κάποιου «ατυχήματος» δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Σύμφωνα μάλιστα με την ομάδα των οικονομολόγων της JPMorgan Chase, η πιθανότητα αυτή ήταν την Τετάρτη στο 25% και ανεβαίνει όσο περνούν οι ώρες και οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται χωρίς αποτέλεσμα. Ένα μεγάλο αγκάθι είναι πως η ρεπουμπλικανική πλευρά απαιτεί την περικοπή εξόδων ύψους πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων (ίσως και τρισεκατομμυρίων) από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό προκειμένου να δώσει την έγκρισή της. Αυτό δεν αρέσει καθόλου στην πλευρά των δημοκρατικών και δυσκολεύει την διαπραγματευτική θέση του Τζο Μπάιντεν.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν αν οι δύο πλευρές δεν καταφέρουν να ετοιμάσουν μία νομοθετική ρύθμιση που θα εγκριθεί από τα δύο νομοθετικά σώματα πριν την ημέρα που το αμερικανικό δημόσιο θα «μείνει από μετρητά»; Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να το πούμε. Έχουμε μπροστά μας τις δηλώσεις της υπουργού οικονομικών Τζάνετ Γέλεν και τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων του Λευκού Οίκου.
Η Γέλεν έχει δηλώσει επανειλημμένα πως μία πιθανή στάση πληρωμών από την μεριά του αμερικανικού δημοσίου θα έχει «καταστροφικά αποτελέσματα» στην αμερικανική και στην διεθνή οικονομία και στις διεθνείς αγορές μετοχών και ομολόγων. Προειδοποίησε πως θα προκληθεί παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση η οποία θα θέσει σε κίνδυνο την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε την πανδημία. Άλλη μία καταστροφική συνέπεια θα είναι μία σημαντική αναταραχή στις ισοτιμίες του δολαρίου με τα υπόλοιπα διεθνή νομίσματα, πράγμα που θα προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στο διεθνές εμπόριο.
Οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων του Λευκού Οίκου είναι κάπως πιο συγκεκριμένες και περιλαμβάνουν τρία σενάρια: αυτό της έγκαιρης επίλυσης του ζητήματος ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, αυτό της πρόσκαιρης στάσης πληρωμών και αυτό της παρατεταμένης στάσης πληρωμών λόγω της αδυναμίας πολιτικής συνεννόησης. Ακόμα και στο πιο θετικό σενάριο, αυτό της αποφυγής της στάσης πληρωμών μετά από διαπραγματεύσεις, οι οικονομολόγοι του Λευκού Οίκου εκτιμούν πως θα υπάρξουν αρνητικές συνέπειες, όπως η απώλεια τουλάχιστον 200.000 θέσεων εργασίας και η μείωση του ΑΕΠ κατά 0,3%. Αυτό όμως που προκαλεί τρόμο είναι οι προβλέψεις τους για τις συνέπειες μίας παρατεταμένης στάσης πληρωμής, δηλαδή μίας τρίμηνης περιόδου κατά την οποία το αμερικανικό δημόσιο θα αδυνατεί να εξοφλήσει ένα σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών του προς τους πιστωτές του και τους Αμερικανούς πολίτες.
Σε μία τέτοια περίπτωση, οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως θα χαθούν έως και 8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και θα προκληθεί χρηματιστηριακός πανικός με το αμερικανικό χρηματιστήριο να χάνει το 50% της αξίας του. Η τελευταία εκτίμηση ακούγεται εξωφρενική αλλά πρέπει να θυμηθούμε το 2011, όταν είχαμε ζήσει μία παρόμοια κατάσταση. Παρά το γεγονός πως η συμφωνία επιτεύχθηκε τότε δύο μέρες πριν την ημέρα που θα τελείωναν τα χρήματα, ο δείκτης S&P 500 έχασε σε μερικές εβδομάδες το 19% της αξίας του, μετά την επίτευξη της συμφωνίας.
Η αλήθεια είναι πως τότε τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, με την Ευρώπη να δοκιμάζεται από την κρίση χρέους σε διάφορες χώρες, ενώ σημαντικό ρόλο είχε παίξει και η υποβάθμιση του αξιόχρεου του αμερικανικού δημοσίου από τον οίκο αξιολόγησης S&P. Μιλώντας βέβαια για οίκους αξιολόγησης, οφείλουμε να πούμε πως δύο από τους πιο γνωστούς, ο Fitch και ο DBRS Morningstar, έκαναν ένα μικρό βήμα με το οποίο έδειξαν την ανησυχία τους για την διαφαινόμενη έλλειψη συνεννόησης στις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Και οι δύο οίκοι, ο Fitch την Τετάρτη και ο DBRS Morningstar χθες Πέμπτη, έθεσαν υπό αναθεώρηση με προοπτική υποβάθμισης το αξιόχρεο των ΗΠΑ. Και οι δύο αξιολογούν τις ΗΠΑ με την ανώτερη δυνατή αξιολόγηση ΑΑΑ και εκτιμούν πως τελικά θα επιτευχθεί συμφωνία έστω και την τελευταία στιγμή, αλλά προφανώς αποφάσισαν να απευθύνουν μία μικρή προειδοποίηση.
Οι προειδοποιήσεις της υπουργού Γιέλεν είναι βέβαιο πως έχουν μέσα τους και ένα πολιτικό στοιχείο και ίσως να περιέχουν στοιχεία υπερβολής. Δεν ξέρουμε αν ισχύει το ίδιο και για τους οικονομολόγους του Λευκού Οίκου, αλλά οι προβλέψεις τους για τις συνέπειες μίας παρατεταμένης μερικής στάσης πληρωμών μας δίνουν μία καλή εικόνα για το τι θα μπορούσε να γίνει στις αγορές αν φτάσουμε στην στάση πληρωμών έστω και για μία ημέρα.
Δεν ξέρουμε αν το χρηματιστήριο θα χάσει το 50% της αξίας του αλλά σίγουρα δεν θα αντιδράσει καθόλου θετικά, όσο και να προτιμά να ασχολείται με το νέο παιχνίδι της Wall Street, την τεχνητή νοημοσύνη. Φυσικά, τα προβλήματα δεν θα περιοριστούν στις αμερικανικές χρηματιστηριακές αγορές, αφού ξέρουμε πως τα διεθνή χρηματιστήρια λειτουργούν συνήθως σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Είναι επίσης βέβαιο πως σε μία τέτοια περίπτωση θα υπάρξει μεγάλη αναταραχή στις διεθνείς συναλλαγματικές ισοτιμίες, όπως έχει ήδη επισημάνει η Γιέλεν. Όσο και να ακούγεται παράξενο, δεν ξέρουμε αν αυτή θα έχει την μορφή της έντονης υποτίμησης ή της έντονης ανατίμησης του αμερικανικού δολαρίου.
Η πρώτη σκέψη πηγαίνει σε μία υποτίμηση λόγω της ανησυχίας των αγορών αλλά μπορεί να γίνει και το αντίθετο, καθώς πολλοί ίσως επιλέξουν τα πιο μακροπρόθεσμα ομόλογα των ΗΠΑ ως ασφαλές καταφύγιο, υποθέτοντας πως αυτή η αναταραχή θα είναι προσωρινή (όπως είναι σχεδόν βέβαιο εξάλλου). Μιλώντας για ασφαλές καταφύγιο ο νους μας πάει και στον χρυσό, γνωρίζοντας όμως πως αν τελικά το αμερικανικό δολάριο ανεβεί, όπως είχε γίνει στην αντίστοιχη κρίση του 2011, ο χρυσός ίσως πληγεί καθώς είναι γνωστό πως το ισχυρό δολάριο σπανίως τον ωφελεί. Κάτι τέτοιο είχαμε δει ξεκάθαρα πέρυσι και πρέπει να το κρατήσουμε στο νου μας. Στην περίπτωση που το δολάριο αντιδράσει ανοδικά είναι πολύ πιθανόν να δούμε και σημαντική πτώση στης τιμή των διαφόρων εμπορευμάτων.
Η ανησυχία για το debt ceiling μπορεί να αποδειχθεί ένας αχρείαστος συναγερμός, πράγμα που είναι και το πιθανότερο. Όμως, η πιθανότητα 25% που δίνουν οι οικονομολόγοι της JPMorgan Chase στο ενδεχόμενο να συμβεί κάποιο «ατύχημα» δεν είναι καθόλου μικρή. Παρά το γεγονός ότι πιστεύουμε πως ακόμα και να περάσει άπρακτη η προθεσμία η λύση θα βρεθεί αρκετά γρήγορα, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στην αμερικανική πολιτική ζωή.
Προ ημερών, ο πρώην πρόεδρος και τώρα εκ νέου υποψήφιος Ντόναλντ Τραμπ προέτρεψε δημοσίως τους ρεπουμπλικανούς βουλευτές να πάνε τα πράγματα στα άκρα και να αναγκάσουν την μεριά των δημοκρατικών να δεχθεί την περικοπή των δαπανών του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού κατά αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια. Χωρίς να υποστηρίζουμε πως ο Κέβιν Μακάρθι θα ακολουθήσει την προτροπή του πρώην προέδρου, επισημαίνουμε πως η συνεννόηση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι πολύ πιο δύσκολη τώρα απ’ όσο ήταν το 2011.
Για καλό και για κακό λοιπόν, όσοι δραστηριοποιούνται στις χρηματιστηριακές αγορές θα ήταν φρόνιμο να περιορίσουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν, τουλάχιστον μέχρι να βγει λευκός καπνός από την αμερικανική πρωτεύουσα.