Η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτήρισε την Ελβετία και το Βιετνάμ χειραγωγούς συναλλάγματος την Τετάρτη, επιφέροντας ακόμα ένα πλήγμα σε εμπορικούς εταίρους, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει δυσκολίες στη διοίκηση του εκλεγμένου προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Η έκθεση του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών προσθέτει επίσης την Ινδία, την Ταϊλάνδη και την Ταϊβάν στη λίστα των εμπορικών εταίρων που υποψιάζεται για ηθελημένη υποτίμηση του νομίσματός τους έναντι του δολαρίου.
Η πανδημία έχει διαταράξει τις εμπορικές ροές, βαθαίνοντας το αμερικανικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο με τους εταίρους, προκαλώντας ενόχληση στον απερχόμενο πρόεδρο Τραμπ, που είχε εκλεγεί πριν από τέσσερα χρόνια υποσχόμενος να εξισορροπήσει το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ.
Οι χώρες που προστέθηκαν στη λίστα πληρούν και τα τρία κριτήρια που λαμβάνει υπόψη το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών για τον χαρακτηρισμό του χειραγωγού – πλεόνασμα άνω των $20 δις. στο διμερές εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ, παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος που υπερβαίνουν το 2% του ΑΕΠ και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πάνω από 2% του ΑΕΠ.
Το να συμπεριληφθεί μια χώρα στη λίστα των χειραγωγών συναλλάγματος μπορεί να φέρει κυρώσεις, πράγμα που μεταφράζεται σε πίεση να μην εξασθενεί το νόμισμά της σε μεγάλο βαθμό ή να επιτρέψει την ενδυνάμωση του. Στην περίπτωση της Ελβετίας, η ισοτιμία του φράγκου είναι το κύριο εργαλείο της για να αντιμετωπίσει τον αποπληθωρισμό.
Στέλεχος του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών δήλωσε ότι η κυβέρνηση θα αναζητήσει διαπραγμάτευση με την Ελβετία και το Βιετνάμ και αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις σχετικά με το αν αυτή η διαδικασία είναι πιθανό να οδηγήσει σε επιβολή δασμών στα προϊόντα των δύο χωρών.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας δήλωσε ότι δεν χειραγωγεί το φράγκο και «παραμένει πρόθυμη να παρέμβει πιο δυναμικά στην αγορά συναλλάγματος».
Η προσθήκη νέων χωρών στη λίστα των χειραγωγών αυξάνει την πίεση για την κυβέρνηση του Μπάιντεν, προτού καν αυτή αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά της.