Οι κυβερνητικοί στόχοι για την ελληνική οικονομία το 2025
Shutterstock
Shutterstock

Οι κυβερνητικοί στόχοι για την ελληνική οικονομία το 2025

Μπορεί η ελληνική οικονομία να άρχισε να πατά πιο σταθερά στα πόδια της, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι το οικονομικό επιτελείο θα κατεβάσει τα μολύβια. Οι στόχοι που περιγράφονται στην κυβερνητική «ατζέντα»  είναι συγκεκριμένοι και η επίτευξη τους θα δώσουν ώθηση στην ελληνική οικονομία να διατηρήσει τη σταθερή τροχιά της τα επόμενα έτη.

Το πλάνο περιλαμβάνει εντατικοποίηση της προσπάθειας για καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ενίσχυση των επενδύσεων και των εισοδημάτων, ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο κράτος και διατήρησης της δημοσιονομικής σταθερότητας. Εξάλλου, το υπουργείο Οικονομικών καλείται πλέον να συνεχίσει να παρεμβαίνει στην καθημερινότητα των πολιτών, έχοντας ως οδηγό το νέο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας. Αυτό μεταφράζεται σε μείωση των κρατικών δαπανώ και υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα.

Στην κορυφή των στόχων βρίσκεται η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το 2025. Εξάλλου, η κυβέρνηση επιθυμεί να αντλήσει ακόμα περισσότερα έσοδα από το συγκεκριμένο πεδίο, ώστε να τα διαθέσει εν συνεχεία σε μέτρα ελάφρυνσης για τους μικρομεσαίους. Το πρώτο στοίχημα κερδήθηκε την προηγούμενη χρονιά, με το οικονομικό επιτελείο να συγκεντρώνει επιπλέον φορο-έσοδα 1,8 δισ. ευρώ. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι το ποσό να ανέλθει σε 2,5 δισ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2027 και υψηλόβαθμα στελέχη του ΥΠΟΙΚ εκτιμούν ότι πρόκειται για έναν απόλυτα εφικτό στόχο που θα επιτευχθεί ίσως και νωρίτερα.

Προς αυτή την κατεύθυνση το 2025, αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση της φαρέτρας της ΑΑΔΕ με στόχο την ακόμα πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής. Η φορολογική αρχή θα βάλει στην καθημερινότητά της νέα ψηφιακά εργαλεία. Θα επεκτείνει το σύστημα myData για τη δήλωση εσόδων-εξόδων, θα εφαρμόσει υποχρεωτικά τα Ηλεκτρονικά Τιμολόγια, το Ψηφιακό Δελτίο Αποστολής αλλά και τα Ψηφιακό Πελατολόγιο.

Μια εκ των πρώτων προτεραιοτήτων της σημερινής Κυβέρνησης είναι το σταδιακό «ψαλίδισμα» του χρέους, κάτι που μέχρι σήμερα έχει επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό. Το οικονομικό επιτελείο έχει πετύχει την ταχύτερη αποκλιμάκωση δημοσίου χρέους που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία της ευρωζώνης. Ειδικότερα, ο λόγος του Δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, το 2020 ήταν 209,4%, πέρυσι μειώθηκε στο 153,7%, ενώ το 2025 θα πέσει στο 147,5%.

Πρακτικά, δηλαδή, το χρέος μειώθηκε κατά 61,9% του ΑΕΠ σε διάστημα μόλις πέντε ετών. Προς αυτή την κατεύθυνση και με στόχο τη μείωση των τόκων που καταβάλλει κάθε χρόνο η χώρα μας λόγω δανείων, θα δρομολογηθούν και από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) πρόωρες αποπληρωμές δόσεων δανείων ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρώτο μνημόνιο, που κανονικά ωριμάζουν μετά το 2030. Τέτοιες κινήσεις ενισχύουν το προφίλ της χώρας μας στο διεθνές οικονομικό στερέωμα, βελτιώνει τη θέση της οικονομίας στις αγοράς και κατ’ επέκταση εξασφαλίζει ευκολότερο δανεισμό, φέρνοντας την πιο κοντά στην αξιολόγηση “Α”.

Στην ίδια δεξαμενή στόχων βρίσκεται η ανάπτυξη και οι επενδύσεις, δύο μεταβλητές της εξίσωσης που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι. Ο πήχης της ανάπτυξης έχει τοποθετηθεί στο 2,3% από 2,2% το 2024, για να επιτευχθεί όμως αυτός ο -κατά γενική ομολογία ρεαλιστικός στόχος- θα πρέπει να υπάρξει αύξηση των επενδύσεων. Και η ενίσχυση των επενδύσεων θα επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό και από την πιο αποδοτική χρήση των πόρων του Ταμείου Δημοσίων Επενδύσεων και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η κυβέρνηση θέλει να ρίξει στην αγορά κονδύλια άνω των 14 δισ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και το Ταμείο Ανάκαμψης στην οικονομία, με στόχο την αύξηση των επενδύσεων κατά 8,4%. Ειδικότερα, το 2025 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 9,2 δισ. Ευρώ. Από αυτά, τα 6,45 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τα κοινοτικά ταμεία, ενώ περίπου 2,8 δισ. ευρώ θα αντληθούν από εθνικούς πόρους. Στο πακέτο αυτό προστίθενται και περίπου 5 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία η χώρα μας θα πρέπει να αξιοποιήσει άμεσα για να μην τα χάσει.

Ψηλά στο κάδρο των στόχων βρίσκεται η καταπολέμηση της ακρίβειας που προκαλεί «πονοκέφαλο» στα νοικοκυριά. Την περασμένη χρονιά ο πληθωρισμός έμεινε στο 2,7%, ενώ φέτος εκτιμάται ότι θα «κλειδώσει» στο 2,1%. Το «όπλο» που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση έχει διπλή στόχευση, αφενός να πατάξει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό την αισχροκέρδεια, αφετέρου να ενισχύσει το εισόδημα των μισθωτών, ώστε να μειωθούν οι απώλειες που προκύπτουν από τις αυξήσεις στα βασικά αγαθά.

Παράλληλα, ο υπουργός Ανάπτυξης ασκεί πιέσεις σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας προκειμένου να εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές στα ράφια. Ο Τάκης Θεοδωρικάκος έχει ζητήσει εδώ και αρκετούς μήνες εντατικοποίηση των προσπαθειών από το λιανεμπόριο, ώστε να αποδώσει η νέα πρωτοβουλία του υπουργείου Ανάπτυξης και ήδη περισσότεροι από 670 κωδικοί προϊόντων έχουν μειωθεί έως και 24%. Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα παραμένει οξύτατο και το οικονομικό επιτελείο παραδέχεται ότι ακόμα βρίσκεται στα πρώτα βήματα για τη σταδιακή αποκλιμάκωση των τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Γι' αυτό παράλληλα επιδιώκει τη σταδιακή βελτίωση των εισοδημάτων εργαζομένων και επιχειρήσεων, είτε μέσω της αύξησης των μισθών τον ερχόμενο Απρίλιο στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα κατά 40 ευρώ και 20 ευρώ αντίστοιχα, είτε μέσω της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους κατά 1%, ένα μέτρο που τέθηκε σε εφαρμογή από 1η Ιανουαρίου.