Photo by Gordon Anthony / Stringer / Getty Images / Ideal Image
Του Βασίλη Γεώργα
Τα «κρούσματα» έχουν πολλαπλασιαστεί και γίνονται πια όλο και συχνότερα για να μην τα λάβει κανείς υπόψη του: Οι μεγαλύτεροι οικονομικοί οργανισμοί και θεσμικοί φορείς που επί χρόνια υπερασπίζονταν τη δημοσιονομική λιτότητα και τον οικονομικό φιλελευθερισμό ζητούν όλο και πιο ηχηρά από τις κυβερνήσεις να περιορίσουν τη λιτότητα και να προχωρήσουν σε δημόσιες επενδύσεις για να πάρει μπροστά η μηχανή της ανάπτυξης.
Αν ζούσε ο Keynes, που υπερασπίστηκε με πάθος το εργαλείο των δημόσιων επενδύσεων, ίσως να ανακηρυσσόταν σε λίγο καιρό ομοφώνως από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και τη FED ο πρώτος παγκόσμιος υπουργός Ανάπτυξης. Πολλοί σπεύδουν να προδικάσουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και τη σταδιακή ανάδειξη του κράτους σε ρυθμιστή των οικονομικών εξελίξεων.
Προφανώς απέχουμε πολύ από αυτό το σημείο, όμως η μετατόπιση των ιδεών και η αναζήτηση νέων εργαλείων είναι πια εμφανής. Ήδη τα χρήματα των φορολογούμενων σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Ιαπωνία και αλλού αξιοποιούνται «παραγωγικά» από τις Κεντρικές Τράπεζες για να αποσύρεται σε τιμές «φούσκας» δημόσιο και ιδιωτικό χρέος μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης. Νωρίτερα είχαν προσωρινά «σωθεί» από το κράτος πολλές εμβληματικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Πλέον από παντού ακούγονται φωνές πως οι πολιτικές νομισματικής στήριξης δεν φτάνουν ή δεν λειτουργούν σωστά από τη στιγμή που το φτηνό χρήμα που διοχετεύεται στις εμπορικές τράπεζες – τάχα για να δανείσουν κεφάλαια στους επενδυτές– τελικά καταλήγει στα χρηματιστήρια και στα ομόλογα ανατροφοδοτώντας «φούσκες» και όχι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Αυτή τη στιγμή έχουμε φτάσει να ζούμε τον απόλυτο παραλογισμό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις - κολοσσοί σε ΗΠΑ και Ευρώπη κάθονται από τη μια πάνω σε μια τεράστια δεξαμενή συσσωρευμένου πλούτου υπό τη μορφή διαθεσίμων και φτηνής τραπεζικής ρευστότητας από την άλλη, την οποία φοβούνται ή δεν έχουν επαρκή κίνητρα να διοχετεύσουν πίσω στην πραγματική οικονομία. Και έτσι καλούνται τα ήδη υπερχρεωμένα κράτη και οι φορολογούμενοι να συνεισφέρουν στην αναθέρμανση της ανάκαμψης.
Ο ΟΟΣΑ στη χθεσινή του έκθεση το έθεσε ξεκάθαρα: η παγκόσμια οικονομία έχει πέσει σε παγίδα χαμηλής ανάπτυξης, είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο της ύφεσης και οι κυβερνήσεις οφείλουν να κινηθούν προς την τόνωση των οικονομιών τους με την επέκταση των δημοσίων επενδύσεων αλλά και την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και αυξάνουν την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού.
Ανάλογο μήνυμα αναμένεται ότι θα στείλει ξανά σήμερα ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Mario Draghi (ΦΩΤ.), ο οποίος έχει ήδη επισημάνει την ανάγκη να στραφεί η Ευρώπη σε λιγότερη λιτότητα και περισσότερες επενδύσεις από το κράτος. Στις αρχές του 2016, μιλώντας τότε προς το Ευρωκοινοβούλιο, ο διοικητής της ΕΚΤ είχε θέσει μια νέα διάσταση στο εγχείρημα «διάσωσης» της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κεφαλαιαγορών, βάζοντας στο μείγμα των πολιτικών που προτείνει να υιοθετηθούν τη χαλάρωση της λιτότητας και της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει, «γίνεται όλο και πιο σαφές ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές θα πρέπει να υποστηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη μέσω των δημόσιων επενδύσεων και της χαμηλότερης φορολόγησης» και ότι «δράσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων με τη δημιουργία επαρκών δημόσιων υποδομών, είναι ζωτικές για την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, των νέων θέσεων εργασίας και της αύξησης της παραγωγικότητας».
Το πρακτορείο Bloomberg, σε κεντρικό του άρθρο χθες, καλούσε επίσης τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κινηθούν προς την κατεύθυνση ανασχεδιασμού του συμφώνου σταθερότητας, ώστε να περιοριστούν οι πολιτικές εξαντλητικής λιτότητας που επιβάλλονται ιδίως σε αδύναμες χώρες και παράλληλα να τονώσουν τις δημόσιες επενδύσεις προκειμένου να δημιουργηθεί βραχυπρόθεσμα η ζήτηση και να τονωθεί μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικός του μεγάλου debate που έχει ανοίξει για τη διαχείριση της κρίσης χρέους και της ετεροβαρούς ανάπτυξης των οικονομιών ήταν ο «θόρυβος» που προκάλεσαν την περασμένη εβδομάδα με το άρθρο - παρέμβασή τους υπό τον τίτλο «Neoliberalism-Oversold» τρεις οικονομολόγοι του ΔΝΤ (Jonathan D. Ostry, Prakash Loungani, Davide Furceri). Οι συγκεκριμένοι αναλυτές αμφισβήτησαν το δόγμα ότι ο νεοφιλελευθερισμός, η ελεύθερη διακίνηση κερδοσκοπικών κεφαλαίων, οι επιθετικές ιδιωτικοποιήσεις και η δημοσιονομική λιτότητα έχει μόνο οφέλη για τις οικονομίες και επιχείρησαν να αποδείξουν ότι σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι ακριβώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα προκαλώντας μεγάλες ανισότητες και ύφεση.
Για τις αγορές και τις οικονομίες που ήδη επί χρόνια τρέφονται με χρήματα των κεντρικών τραπεζών αλλά και την ιδέα ότι η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία είναι το αντίδοτο κάθε κρίσης και ότι οι δημόσιες επενδύσεις απλώς φουσκώνουν τα κρατικά χρέη, η στροφή της φρασεολογίας των κεντρικών τραπεζιτών και διεθνών οργανισμών υπέρ μιας μεγαλύτερης συμβολής του κράτους στην ανάπτυξη και μιας ακόμη επιθετικής νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης σηματοδοτεί σαφή αλλαγή πλεύσης στο «καράβι» της Ευρωζώνης.
Ευρω-ομόλογα έργων
Ήδη στο τραπέζι των συζητήσεων έχουν ανασυρθεί από τα συρτάρια ιδέες που μέχρι πριν από ένα - δύο χρόνια αντιμετωπίζονταν με έντονο σκεπτικισμό. Μια από αυτές είναι η έκδοση ευρωομολόγων χρηματοδότησης έργων υποδομής από τα κράτη με ρευστότητα που θα διοχετεύσουν οι κεντρικές τράπεζες και θα διαχειριστούν οι αναπτυξιακές τράπεζες μέσω ενός ευρωπαϊκού επενδυτικού ταμείου για δημόσιες επενδύσεις. «Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενεργειακά έργα, λιμάνια, αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικές γραμμές, υποδομές ύδρευσης και άλλα αντίστοιχα έργα μεγάλης κλίμακας», λέει στο Liberal στέλεχος ενός εκ των τριών ευρωπαϊκών θεσμών ο οποίος είναι γνώστης των συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα αυτή την περίοδο στην Ευρώπη για να βρεθούν αναπτυξιακά εργαλεία. Κατά κάποιο τρόπο, σε μια αρχική μορφή του, το ρόλο αυτό έχει αναλάβει το Ευρωπαϊκό Ταμείο για Στρατηγικές Επενδύσεις μέσω του οποίου χρηματοδοτούνται ιδιωτικά και δημόσια έργα από το περιβόητο «πακέτο Juncker» και έχει ήδη εγκρίνει επενδύσεις 9,3 δισ. ευρώ.
Όλοι οι παραπάνω δεν είναι αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς «κλασικούς κεϋνσιανιστές». Το αντίθετο μάλιστα. Όμως οι αναφορές τους σε ένα μείγμα διαφορετικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που δεν θα στηρίζεται μονότονα στην υπερσυνταγογράφηση της λιτότητας και δεν θα κατευθύνει πακτωλούς ρευστότητας μόνο στους τραπεζικούς ισολογισμούς και τα χρηματιστήρια αλλά θα έχει σκοπό την τόνωση των άμεσων επενδύσεων στην πραγματική οικονομία αποτελούν ένα ισχυρό μήνυμα ότι κάτι έχει αρχίζει να αλλάζει. Και είναι μια εξέλιξη που έχει αρκετές πιθανότητες να αποδειχθεί σωτήρια ιδιαίτερα για την Ελλάδα και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου οι οποίες παραμένουν το «αγκάθι» στη σάρκα της Ευρωζώνης πασχίζοντας να συμμαζέψουν τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη τους, να διαφυλάξουν την κοινωνική συνοχή και να ισορροπήσουν μεταξύ της ανάγκης για δημοσιονομικό έλεγχο και της τόνωσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης.