Ισχυρότατο πλήγμα έχει δεχθεί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προς τον θεσμό της κυβέρνησης, καθώς σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο «Government at a Glance 2017» μόνο το 13% των πολιτών εμπιστεύεται την πολιτών στην Ελλάδα εμπιστεύεται τις κυβερνήσεις
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα είναι μέσα στις τέσσερις χώρες όπου καταγράφηκε το ισχυρότερο πλήγμα στην εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα. Εκτός από τη χώρα μας, μεγαλύτερη απώλεια εμπιστοσύνης καταγράφεται στη Χιλή, τη Φινλανδία και τη Σλοβενία.
Συνολικά, στο σύνολο των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των πολιτών που εκφράζουν εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους μειώθηκε στο 42% κατά μέσο όρο το 2016 από 45% δέκα χρόνια πριν, το 2007.
Η ίδια έκθεση διαπιστώνει ότι στην Ελλάδα οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκαν πέρυσι στο 49% του ΑΕΠ από 54,1% το 2009 και 47,1% το 2007. Για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, οι δαπάνες ανήλθαν το 2015 στο 40,9% του ΑΕΠ από 38,8% το 2007. Τις υψηλότερες δαπάνες είχαν η Γαλλία (56,5% του ΑΕΠ το 2016), ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (56,1%) και τη Δανία (53,6%), ενώ τις χαμηλότερες είχαν το Μεξικό (24,5%), η Ιρλανδία (29,5%) και η Κορέα (32,4%).
Η απασχόληση στη γενική κυβέρνηση μειώθηκε σημαντικά στην Ελλάδα μετά την αρχή της κρίσης και το 2015 αντιστοιχούσε στο 18% της συνολικής απασχόλησης, σχεδόν το ίδιο ποσοστό με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (18,1%). «Αν και η μείωση της απασχόλησης άρχισε με βραδύ ρυθμό, καθώς μεταξύ του 2007 και του 2009 η απασχόληση στην κυβέρνηση μειώθηκε κατά περίπου 1% ετησίως, μεταξύ του 2011 και του 2012 μειώθηκε κατά 7%. Αντίθετα, η απασχόληση στην κυβέρνηση αυξήθηκε κατά μέσο όρο στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ κατά 0,6% ετησίως μεταξύ του 2007 και του 2009, ενώ μειώθηκε κατά 0,4% μεταξύ του 2011 και του 2012, όταν εκδηλώθηκε η κρίση κρατικού χρέους. Μεταξύ του 2014 και του 2015 δεν σημειώθηκε κάποια μεταβολή στην κρατική απασχόληση στην Ελλάδα, ενώ αυξήθηκε κατά μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ 0,5%».
Η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα κατέγραψε το 2016 δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, για πρώτη φορά μετά την κρίση, «καθώς η οικονομική ανάπτυξη ήταν θετική και η δημοσιονομική προσαρμογή συνεχίσθηκε». Παράλληλα άλλαξε και η σύνθεση των κρατικών δαπανών: Οι κρατικές δαπάνες για την Υγεία μειώθηκαν από 6,8% του ΑΕΠ το 2007 στο 5,3% το 2015, ενώ οι γενικές κρατικές υπηρεσίες - που περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους - μειώθηκαν από το 11,7% στο 9,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα. «Στην ίδια περίοδο, οι δαπάνες για την άμυνα, τη στέγαση και την τοπική αυτοδιοίκηση παρέμειναν αμετάβλητες ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ οι δαπάνες για κοινωνική προστασία και για την οικονομία αυξήθηκαν κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες και 4,7 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα».
Η Ελλάδα έχει αρχίσει να διεξάγει επανεξετάσεις των δαπανών (spending reviews), σημειώνει ο ΟΟΣΑ, προσθέτοντας ότι έκανε δύο τέτοιες από το 2008 έως το 2016. Οι γενικές επανεξετάσεις μπορεί να καλύπτουν 20% έως 100% όλων των δημόσιων δαπανών και συχνά συνεπάγονται μία αξιολόγηση της αποδοτικότητας του προγράμματος, για να βοηθήσουν στο να δοθεί προτεραιότητα στην κατανομή των πόρων με τρόπο που βελτιώνει την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα των δημόσιων δαπανών, αναφέρει η έκθεση.
«Αν και η γήρανση του πληθυσμού και η υψηλή ανεργία οδήγησαν σε άνοδο των κοινωνικών δαπανών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ στο 41% των συνολικών δαπανών το 2015 από 37% το 2007, οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν στο 37% από 39%, αντίστοιχα, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν από το υψηλό επίπεδο του 9,3% το 2009 στο 7,7% το 2015», σημειώνει ο ΟΟΣΑ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ