Η κλιμάκωση της έντασης στη διαμάχη Ρωσίας-Ουκρανίας θα πλήξει την Ευρωζώνη κυρίως μέσω της εκτίναξης των ενεργειακών τιμών, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στον πληθωρισμό, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τα πραγματικά εισοδήματα των Ευρωπαίων. Αυτό αναφέρει σε σημερινή της έκθεση η Oxford Economics, σχολιάζοντας τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις μετά την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των περιοχών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ από τη Ρωσία αλλά και την επιβολή κυρώσεων κατά Ρώσων ολιγαρχών και τραπεζών από τη Δύση.
Σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο, ο αντίκτυπος για τις οικονομίες της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί από τον βαθμό ενεργειακής εξάρτησης κάθε χώρας από τη Ρωσία, τις άμεσες εμπορικές σχέσεις και τους χρηματοοικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία είναι πιο κοντά στο σενάριο της Oxford Economics που κάνει λόγο για «περιορισμένης έκτασης εισβολή», που συνεπάγεται ότι ο αντίκτυπος θα γίνει αισθητός μέσω της περαιτέρω ανόδου του πληθωρισμού που θα πλήξει τα εισοδήματα το 2022 και το 2023, χωρίς ωστόσο να αλλάζει η πρόβλεψη για αύξηση των εισοδημάτων τα επόμενα χρόνια.
Για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι εμπορικοί δεσμοί είναι σχετικά ήσσονος σημασίας, επομένως αποτελούν, με μερικές εξαιρέσεις, μικρή απειλή για τις προοπτικές της οικονομίας. Λιγότερο από το 3% των εξαγωγών της ΕΕ πηγαίνουν στη Ρωσία κι έτσι πιθανή κατάρρευση του ρωσικού εμπορίου ή περιορισμοί που ενδεχομένως επιβάλει ο Πούτιν, δεν θα πλήξουν σημαντικά την Ευρώπη.
Παρομοίως, οι χρηματοοικονομικοί δεσμοί είναι επίσης περιορισμένοι, με μόνο τρεις ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν αξιοσημείωτη παρουσία στη Ρωσία, που συνεπάγεται ότι δεν υφίσταται συστημικός κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα. ΟΙ τρεις τράπεζες είναι η ιταλική UniCredit, η γαλλική Societe Generale και η αυστριακή Raiffeisen Bank.
Η ενεργειακή αυτονομία είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, δεδομένης της εξάρτησης της Ευρώπης στο ρωσικό φυσικό αέριο, που για ορισμένες χώρες αποτελεί το σύνολο των προμηθειών. Όμως με τον κίνδυνο πραγματικής μείωσης της τροφοδοσίας φυσικού αερίου να είναι πολύ μικρός, το βασικό κανάλι μετάδοσης των επιπτώσεων της κρίσης παραμένει η αύξηση των τιμών, εξέλιξη που θα επηρεάσει περίπου το ίδιο όλες τις χώρες.
Συμπερασματικά, ο κίνδυνος για την ευρωπαϊκή οικονομία στην παρούσα τουλάχιστον φάση δεν είναι μεγάλος, όμως ο πραγματικός αντίκτυπος διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα, με τις χώρες της Βαλτικής και κάποιες της Ανατολικής Ευρώπης να εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν περισσότερο.
Για την Ελλάδα, η Oxford Economics παραθέτει στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι εξαγωγές προς τη Ρωσία αποτελούν περίπου το 6,5% των συνολικών εξαγωγών. Πρώτες σε εξαγωγές προς τη Ρωσία είναι η Λιθουανία, η Φινλανδία και η Εσθονία με λίγο πάνω από 10% και ακολουθεί η Βουλγαρία με 7,5%, ενώ 5η είναι η χώρα μας, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ των 27 είναι κοντά στο 2,5%.
Σε ό,τι αφορά την παροχή φυσικού αερίου, η Ελλάδα βρίσκεται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς οι εισαγωγές από τη Ρωσία αντιστοιχούν στο περίπου στο 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου (όσο και ο μέσος όρος της ΕΕ των 27). Λετονία και Τσεχία έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί εισάγουν φυσικό αέριο αποκλειστικά από τη Ρωσία και ακολουθούν Ουγγαρία και Σλοβακία με ποσοστά άνω του 80%.