«Αν εφαρμόσει τις πολιτικές που έχει εξαγγείλει σε σχέση με τα εμπορικά θέματα, θα πληγεί η παγκόσμια οικονομία, θα επιβραδυνθεί ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ και θα αρχίσει ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ Αμερικής, Ευρώπης, των BRICS και Κίνας», επισήμανε ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, οικονομολόγος, πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ, εξηγώντας πού έγκειται η ανησυχία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ενόψει της νέας θητείας Τραμπ.
Μιλώντας στην ΕΡΤ, προσέθεσε και έναν ακόμα λόγο, που δεν είναι άλλος από τη δημοσιονομική πολιτική των ΗΠΑ, που έχει εξαγγείλει ο νέος πρόεδρος, καθώς, σημείωσε ο κ. Ρουμελιώτης, «εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους και ειδικότερα να αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα λόγω της μείωσης της φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων από 21% στο 15% και λόγω της αναδιανομής που θέλει να κάνει των φορολογικών βαρών μεταξύ των πλουσίων και των φτωχότερων κατώτερων εισοδηματικών τάξεων».
«Αν δεν καταφέρει ταυτόχρονα να μειώσει, όπως έχει εξαγγείλει, τις δαπάνες δραστικά, υπάρχει κίνδυνος να φθάσουμε σε μία αύξηση του ελλείμματος. Ήδη το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί στο 122% του ΑΕΠ. Αν αυξηθεί κι άλλο, καταλαβαίνετε ότι οι τόκοι που πληρώνει θα αυξηθούν και επομένως θα έχουμε παραπέρα αύξηση του επιτοκίου δανεισμού που είναι ήδη αρκετά υψηλό, είναι 4,6%. Επομένως, για αυτούς τους δυο βασικά λόγους ανησυχεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» συμπλήρωσε.
Σε ό,τι αφορά στη διεθνή οικονομία, ο κ. Ρουμελιώτης επεσήμανε τα εξής:
«Έχει απειλήσει ότι θα εφαρμόσει 60% δασμούς απέναντι στην Κίνα. Βεβαίως υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μπορεί αυτό το ποσοστό να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Κίνα και κυρίως για να σταματήσει η Κίνα να επιδοτεί την εγχώρια παραγωγή της για να δημιουργεί πλεονάσματα τα οποία προσπαθεί να εξάγει στο εξωτερικό.
Οι εκτιμήσεις είναι ότι μπορεί να φορολογηθούν στο 20%. Και βεβαίως πρέπει να αναμένουμε ότι θα υπάρξουν αντίποινα από την πλευρά της Κίνας και αυτό θα διαταράξει οπωσδήποτε το διεθνές εμπόριο. Βέβαια, η Κίνα βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση αυτή τη στιγμή, διότι βρίσκεται σε περίοδο επιβράδυνσης του ρυθμού μεγέθυνσής της, παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός διαμορφώθηκε το 2024 γύρω στο 5%, αλλά είναι χαμηλός ρυθμός σε σχέση με τους στόχους που είχε θέσει η Κίνα. (…) Νομίζω όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το έχει Ευρώπη.
Διότι εάν εφαρμόσει ο Τραμπ τις απειλές του για εφαρμογή δασμών 10% τότε η Ευρώπη θα πληρώσει το τίμημα περισσότερο, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ύφεση, κυρίως η Γερμανία».
Η Ευρώπη όμως έχει και ένα άλλο πρόβλημα σύμφωνα με τον κ. Ρουμελιώτη.
«Έχει ένα εμπορικό πλεόνασμα προς όφελός της απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι 158 δισεκατομμύρια και βεβαίως, αν εφαρμοστούν τα μέτρα αυτά και αναγκαστεί η Ευρώπη να εφαρμόσει αντίμετρα που δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, τότε θα έχουμε μία συρρίκνωση του εμπορίου μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης. Και η συρρίκνωση του εμπορίου σημαίνει και μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, της δραστηριότητας των επιχειρήσεων των ευρωπαϊκών, που ήδη αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας λόγω της αύξησης της ενέργειας» ανέφερε.
Ο πληθωρισμός είναι ο τρίτος κίνδυνος που επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, συνέχισε ο κ. Ρουμελιώτης, «διότι αν αυξηθούν οι δασμοί, σίγουρα θα έχει πληθωριστικές επιπτώσεις αυτό όχι μόνο στην Αμερική αλλά και γενικότερα, διότι θα αυξήσουν τους δασμούς τους και οι άλλες χώρες και επομένως θα πληγεί η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού των διαφόρων χωρών».
Οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ότι όλες οι ευρωπαϊκές χώρες θα έχουν μία μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας τους μέχρι το 2029, τόνισε ο κ. Ρουμελιώτης, ενώ μέρος των αποφάσεων που θα εφαρμοστούν από τον Τραμπ έχουν συνεκτιμηθεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όπως και για τη χώρα μας έχουν σταθεροποιηθεί οι εκτιμήσεις, ανέφερε ο κ. Ρουμελιώτης. «Θα έχουμε και εμείς μία μείωση όπως και όλη η Ευρώπη, από το 2,7%, που είμαστε πάνω από το μέσο όρο της κοινότητας σήμερα, θα ευθυγραμμιστούμε στον μέσο όρο της Ευρωζώνης που θα είναι 1,3%. Άρα θα υπάρχει μία μείωση του ρυθμού πολύ σημαντική και με ό,τι συνεπάγεται αυτό, μείωση των πλεονασμάτων των δημοσιονομικών».
«Αυτό που έχει σημασία για εμάς είναι να συνεχίσουμε να ενισχύουμε τον επενδυτικό τομέα, τις επενδύσεις σε κρίσιμους και καινοτόμους τομείς της οικονομίας μας και ταυτόχρονα να εφαρμόσουμε την εθνική στρατηγική σε ότι αφορά την τεχνητή νοημοσύνη. Γιατί από την Τεχνητή Νοημοσύνη θα παιχθεί το αν θα καταφέρουμε να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και την παραγωγικότητά μας» υπογράμμισε στη συνέχεια.
Όσο αφορά στον Ίλον Μασκ και τον ρόλο που φαίνεται να αναλαμβάνει, ο κ. Ρουμελιώτης μίλησε για ένα καινούριο φαινόμενο με παγκόσμιες επιπτώσεις και όχι μόνο οικονομικές.
«Ο κύριος Μασκ, οι μεγάλοι επιχειρηματίες στον τομέα των ψηφιακών τεχνολογιών, επιχειρούν βασικά να ελέγξουν τον κόσμο μέσα από το προβάδισμα των τεχνολογιών τους και προωθώντας τις τεχνολογίες αυτές σε όλο τον κόσμο. Τώρα έχουμε ένα καινούργιο φαινόμενο το οποίο είναι, αυτή η οικονομική ολιγαρχία που μπαίνει πλέον και στο πολιτικό παιχνίδι των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρχε αλλά όχι σε αυτό τον βαθμό.
Είναι πρωτόγνωρο, διότι εδώ μιλάμε για ανθρώπους οι οποίοι επηρεάζουν όχι μόνο τα οικονομικά της Αμερικής αλλά και όλου του κόσμου αυτή τη στιγμή. Και η απόλυτη ταύτιση των οικονομικών συμφερόντων των ατόμων αυτών με το αμερικανικό δημόσιο, καταλαβαίνετε ότι είναι πρωτόγνωρο αυτό για τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα έχει επιπτώσεις στο υπόλοιπο κόσμο.
Όταν βγαίνει ο Μασκ και στηρίζει το ακροδεξιό κόμμα, το AFD της Γερμανίας και τα ακροδεξιά κόμματα γενικότερα της Ευρώπης, αυτό δείχνει ότι επιχειρεί να επηρεάσει πολιτικά τους Ευρωπαίους, κάτι το οποίο είναι απαράδεκτο, μια χώρα κι ένας υπουργός μιας ξένης κυβέρνησης να έρχεται τόσο απροκάλυπτα να απειλεί την Ευρώπη και να στηρίζει ακροδεξιά κόμματα.
Αυτό είναι ένα καινούργιο στοιχείο. Τώρα, αυτό που λέει ο Στίγκλιτζ στο τελευταίο του βιβλίο, ''Η επιστροφή στην ελευθερία'', έχει και αυτό σημασία, ότι αυτά τα συμφέροντα σίγουρα θα επηρεάσουν αρνητικά τη δημοκρατία, την εξέλιξη της δημοκρατίας όχι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά θα δώσουν μία ώθηση και σε κόμματα τα οποία στην Ευρώπη δεν σέβονται ή προσπαθούν να ανατρέψουν τους θεσμούς.
(…) Είναι σημαντικό αυτό που λέει ο Στίγκλιτς στο βιβλίο του, η Ευρώπη θα πρέπει να περιμένει την αποσύνδεση της από τις Ηνωμένες Πολιτείες στα επόμενα χρόνια. Και αυτό είναι κάτι το οποίο θα φέρει την Ευρώπη αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα. Και μόνο αν η Ευρώπη παραμείνει ενωμένη, θα μπορέσει να ξεπεράσει και αυτό το σκόπελο, δηλαδή της αποσύνδεσης της από τις Ηνωμένες Πολιτείες».