Του Βασίλη Γεώργα
Πιο κοντά στο διαζύγιο παρά σε έναν συμβιβασμό οδηγούν αυτή τη στιγμή τα δεδομένα της διελκυστίνδας μεταξύ Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ευρωζώνης για τη «διευθέτηση» του ελληνικού χρέους.
Χωρίς κανείς να μπορεί να προδικάσει το αποτέλεσμα των υπόγειων διεργασιών που έχουν ξεκινήσει ώστε να γεφυρωθούν για μια ακόμη φορά οι φαινομενικά μεγάλες διαφορές ΔΝΤ-Βερολίνου, θεωρείται αρκετά αισιόδοξη η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης ότι το θέμα του χρέους θα μπορούσε να κλείσει με «πολιτική απόφαση» μέσα στους προσεχείς τρεις μήνες ώστε να δημιουργηθεί «καθαρός δρόμος για τους επενδυτές».
Αυτή τη στιγμή οι απόψεις ελληνικής κυβέρνησης, ΔΝΤ και ενός μέρους της ευρωζώνης και της ΕΚΤ, δείχνουν ως ένα βαθμό να ταυτίζονται ως προς την αναγκαιότητα να ληφθούν τώρα αποφάσεις για το χρέος. Τα ελατήρια κάθε πλευράς διαφέρουν, με το ΔΝΤ να επιδιώκει να διαμορφώσει ασφαλείς μεσοπρόθεσμους όρους αποπληρωμής των δικών του (ακριβότερων και μη διευθετούμενων) υφιστάμενων δανείων που λήγουν το 2023 και κυρίως της τυχόν νέας χρηματοδότησης που θα κληθεί να παράσχει στην Ελλάδα. Στον αντίποδα το Βερολίνο δεν έχει παρεκκλίνει από την προσπάθεια να συνδέσει ευθέως το θέμα του ελληνικού χρέους με τις γερμανικές εκλογές, ενώ η ελληνική πλευρά μπορεί να επωφελείται της πίεσης που ασκεί το ΔΝΤ για την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά παράλληλα εμφανίζεται να μην επιθυμεί την χρηματοδοτική συμμετοχή του Ταμείου στο τρίτο μνημόνιο. Και αυτό επειδή αφενός τα δάνεια του έχουν μικρή διάρκεια και πολύ ακριβότερο κόστος εξυπηρέτησης, και αφετέρου επειδή συνοδεύονται από σκληρότερους μνημονιακούς όρους.
Στην πραγματικότητα πέραν των ένθεν κακείθεν πολιτικών κινήτρων που διατηρούν θολό το τοπίο ως προς τον χρόνο λήψης των αποφάσεων, οι διαφορές ως προς την αρχιτεκτονική της αντιμετώπισης του ελληνικού χρέους μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου είναι μάλλον αντιμετωπίσιμες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, με το κλειδί να βρίσκεται κυρίως στα πρωτογενή πλεονάσματα. Κοινό σημείο είναι ότι το κόστος εξυπηρέτησης πρέπει να είναι χαμηλό (15% του ΑΕΠ στα πρώτα χρόνια και 20% στη συνέχεια), και η συζήτηση εντοπίζεται κυρίως στη γεφύρωση των διαφορών που υπάρχουν για την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής και για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων ώστε αυτά ει δυνατόν να μειωθούν στο 2-2,5% του ΑΕΠ.
Ο ρόλος του ΔΝΤ, είναι όμως «αδιευκρίνιστος» ως προς τη σκοπιμότητα που εξυπηρετεί η ανακοίνωση εντελώς αντικρουόμενων μεταξύ τους προβλέψεων για την ελληνική οικονομία. Από τη μια υποστηρίζει ότι περιμένει ανάπτυξη αντί ύφεσης φέτος και απογείωση του χρόνου (+2,8%), αλλά από την άλλη προδικάζει ενεργοποίηση του κόφτη λόγω μη επίτευξης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων και θέτει θέμα είτε μεγάλης απομείωσης χρέους εδώ και τώρα, είτε εμμέσως τη λήψη πρόσθετων μέτρων.
Το ερώτημα που ήδη έχει αρχίσει να συζητείται είναι ποια θα είναι η στάση της ελληνικής κυβέρνησης είτε στο ορατό ενδεχόμενο να μην επιτευχθεί τελικά ο περιβόητος «συμβιβασμός» και οι δανειστές κλωτσήσουν το τενεκεδάκι των αποφάσεων για την περίοδο μετά τις γερμανικές εκλογές, είτε στο σενάριο που οι δανειστές συμφωνήσουν στην ανάγκη αλλαγής των παραμέτρων του τρίτου μνημονίου.
Ο προβληματισμός είναι εύλογος δεδομένου ότι όλο το κυβερνητικό αφήγημα ανάκαμψης της οικονομίας και εξόδου από την κρίση έχει στηριχθεί ακριβώς στην προσδοκία αντιμετώπισης του χρέους κατά τρόπο ώστε να αξιολογηθεί ως «βιώσιμο» και να ανοίξει άμεσα ο δρόμος ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, της αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού και της κινητοποίησης επενδυτικών κεφαλαίων.
Μια πρώτη ένδειξη του «εκνευρισμού» που επικρατεί για το ενδεχόμενο να τεθεί σε κίνδυνο όχι μόνο το κυβερνητικό αφήγημα αλλά συνολικά το τρίτο μνημόνιο, δόθηκε με την αμφίσημη τοποθέτηση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου προχθές στη Βουλή όταν παραδέχθηκε μεταξύ άλλων ότι τυχόν καθυστέρηση θα δημιουργήσει πρόβλημα τόσο στην κυβέρνηση όσο και στη χώρα. Προς τα παρόν η κυβέρνηση «δουλεύει» με το καλό σενάριο, αλλά αφήνει πλέον να εννοηθεί έχει αρχίσει να επεξεργάζεται και το κακό.