Πανηγυρίζει η ΔΕΗ επειδή θα... καταφέρει να βγάλει τη χρονιά

Πανηγυρίζει η ΔΕΗ επειδή θα... καταφέρει να βγάλει τη χρονιά

Του Γιώργου Φιντικάκη

Χρήματα για μόλις δώδεκα μήνες έχει η ΔΕΗ και παρ'' όλα αυτά η διοίκηση της επιχείρησης, προσπαθεί με μια ακόμη ανακοίνωση να καθησυχάσει πελάτες, επενδυτικό κοινό και οικονομία, χαρακτηρίζοντας τα περί πιθανής χρεοκοπίας ως «καταστροφολογικά σενάρια».

Στον απόηχο της έκθεσης της S&P και της νέας ανησυχίας που αυτή πυροδότησε, η ηγεσία της ΔΕΗ επέλεξε χθες να σταθεί στο γεγονός ότι ο ξένος οίκος προβλέπει πως η επιχείρηση θα τα καταφέρει κατά τους επόμενους 12 μήνες, χάρη στις τεχνητές αναπνοές της κυβέρνησης.

Αγνοεί το καμπανάκι της S&P ότι μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα της επιχείρησης κινδυνεύει, αποσιωπά την ουσία, ότι αυτή συντηρείται όχι επειδή είναι ανταγωνιστική αλλά χάρη στις κρατικές ενέσεις, παρά εκφράζει την ικανοποίησή της, που ο ξένος οίκος, της δίνει «περιθώριο ζωής» ως τα τέλη του 2019 ή και λίγο μετά, και «που επιβεβαιώνει τις θετικές προοπτικές της ΔΕΗ», όπως αναφέρει η χθεσινή της ανακοίνωση.

Στην πράξη το πνεύμα της ανακοίνωσης είναι ενδεικτικό των χειρισμών που ακολούθησαν η διοίκηση της επιχείρησης και η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια στη ΔΕΗ, των business plan που εκπονούνται όχι για να εφαρμόζονται, αλλά για να σκονίζονται σε κάποιο συρτάρι. 

Εδώ και ένα χρόνο καλοπληρωμένοι σύμβουλοι (McKinsey) από την ίδια την ΔΕΗ, σχεδίασαν τον χάρτη για να περάσει η επιχείρηση από τις συμπληγάδες. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μια μη βιώσιμη επιχείρηση, πως θα πρέπει να βελτιώσει την κερδοφορία της κατά τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ σε μια 5ετία για να αποφύγει την κατάρρευση, συστήνοντας μέτρα όπως μείωση του προσωπικού κατά 6.000 άτομα (κατά 50%) και αύξηση των τιμολογίων.

Τότε ο υπουργός Ενέργειας Γ. Σταθάκης και ο επικεφαλής της ΔΕΗ Μ.Παναγιωτάκης αντί να σκύψουν πάνω στο πρόβλημα, προτίμησαν να το ξορκίσουν. Επιχείρησαν να φορτώσουν αλλού τις ευθύνες, μίλησαν όπως και σήμερα για κερδοσκοπικά παιχνίδια με την μετοχή και καταστροφολογικά σενάρια.

Ένα χρόνο αργότερα, τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ επιβεβαιώνουν ότι εξαιτίας της απραξίας κυβέρνησης και διοίκησης, η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία, η εταιρεία εξελίσσεται σε εφιάλτη για την οικονομία, και κάποιες επιχειρήσεις προς τις οποίες το άλλοτε κρατικό μονοπώλιο, χρωστά κάθε μήνα όλο και περισσότερα, κρατούν την ανάσα τους μπροστά στο σενάριο ενός ατυχήματος. Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο ανέδειξε στην έκθεση του ο ορκωτός ελεγκτής της επιχείρησης, (Ernst & Young). Επειδή βλέπει την καταιγίδα να έρχεται, για να μην πάθει τα ίδια με τον συνάδελφό του στη Foli Follie, έσπευσε να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο, προκειμένου να προφυλαχθεί στο σενάριο που συμβεί, ένα ατύχημα, δηλαδή μια ξαφνική παύση πληρωμών. 

Κρίνοντας από τα όσα υποστηρίζει στην έκθεσή της η S&P, αλλά και από τα στοιχεία της ΔΕΗ, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί μέσα στο 2019. Το κράτος θα συνεχίσει να στηρίζει με κάθε τρόπο την μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, και το μπαλάκι θα περάσει στην επόμενη κυβέρνηση, αυτή που θα προκύψει από τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν.

Καθιστούν όλα τα παραπάνω βιώσιμη την ΔΕΗ; Όχι βέβαια, απλώς χάρη σε ένα «μαξιλάρι» ρευστότητας ύψους περίπου 1 δισ. ευρώ που έχει ή πρόκειται να σχηματίσει ΔΕΗ χάρη σε τεχνητές κρατικές αναπνοές, θα καταφέρει να βγάλει και το 2019. Έως τότε η κατάσταση θα επιδεινώνεται, τα κόστη των ρύπων θα διογκώνονται, και όταν θα έρθει η ώρα της εξυγίανσης, το πολιτικό και οικονομικό κόστος θα είναι πολλαπλάσιο απ'' ότι αν αυτό συνέβαινε νωρίτερα.

Όπως για παράδειγμα στις αρχές του 2018, όταν η McKinsey προειδοποιούσε για τον κίνδυνο βιωσιμότητας της επιχείρησης ή ακόμη πιο πίσω, όταν το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκατέλειπε το «σχέδιο Μικρή ΔΕΗ» και εισηγούνταν αντ'' αυτού στους θεσμούς την πώληση μέσω δημοπρασιών προς τον ανταγωνισμό, ποσότητες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος της επιχείρησης σε χαμηλές τιμές, και μάλιστα με δεσμευτικούς στόχους, που αν δεν θα επιτυγχάνονταν, θα ακολουθούσαν εναλλακτικά δομικά μέτρα.

Το ένα λάθος έφερε το άλλο, και κάπως έτσι φτάσαμε στην πώληση των λιγνιτικών μονάδων, που έπειτα από ένα πρώτο άγονο διαγωνισμό, οι δεσμευτικές προσφορές για τον δεύτερο, οι οποίες είχαν οριστεί για την προσεχή Δευτέρα 6 Μαΐου, πήραν παράταση έπειτα από κοινό αίτημα των υποψηφίων για τις 28 Μαΐου, δύο δηλαδή ημέρες μετά τις Ευρωεκλογές.