Του Βασίλη Γεώργα
Η Ελλάδα δεν έχει να ελπίζει σε τίποτα άλλο παρά στην… «καλοσύνη» του Σόιμπλε και σε ένα τέταρτο μνημόνιο που θα την κρατήσει στο ευρώ αν δεν κλείσει γρήγορα μέσα στο 2017 η δεύτερη αξιολόγηση. Ήδη ο χρόνος που έχει χαθεί συγκριτικά με το αρχικό ορόσημο του Νοεμβρίου που έγινε Δεκέμβριος και τώρα στην καλύτερη περίπτωση Φεβρουάριος, δημιουργεί σταδιακά πρόσθετο κόστος το οποίο θα αρχίσει να αποτυπώνεται σε όλες τις πτυχές της οικονομίας και των παραδοχών στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα προσαρμογής.
Μια πρώτη επίπτωση που ήδη προκαλεί προβληματισμό, έχει να κάνει με την καθυστέρηση υλοποίησης των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Τα μέτρα αυτά που επιτυγχάνουν θεωρητικά μείωση του χρέους κατά 21,8% το 2060 σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, δεν ήταν εξ αρχής ικανοποιητικά ώστε να διασφαλίσουν την απαιτούμενη βιωσιμότητα. Όμως η πιθανότητα καθυστέρησης στην εφαρμογή τους λόγω της σύγκρουσης κυβέρνησης – δανειστών με αφορμή τη χρήση του πλεονάσματος για παροχές στους συνταξιούχους, απειλεί να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο το δυνητικό όφελος τους. Μετά την προαναγγελία αυξήσεων των αμερικανικών επιτοκίων, ο ESM παίζει πλέον με τον χρόνο προκειμένου να «προλάβει» να μετατρέψει τα επιτόκια μέρους του ελληνικού χρέους σε σταθερά από κυμαινόμενα κλειδώνοντας χαμηλά επιτόκια (πέριξ του 1,3%) πριν αυτά αρχίσουν να ανεβαίνουν μέσα στο 2017 και να δημιουργούν ανάγκες για ακόμη μεγαλύτερες παρεμβάσεις στο χρέος από τους δανειστές ώστε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα. Ο ESM έχει ανακοινώσει δράσεις σε τρία επίπεδα για να «ελαφρύνει» το ελληνικό χρέος. Θα ανταλλάξει τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου ESM/EFSF που δόθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, με νέα ομόλογα σταθερού επιτοκίου και μεγαλύτερης κατά 4 χρόνια ωρίμανσης. Θα προχωρήσει σε συμφωνίες ανταλλαγής για να μετατρέψει τα κυμαινόμενα επιτόκια σε σταθερά, και θα τοκίσει με σταθερό επιτόκιο τις μελλοντικές εκταμιεύσεις των δανείων που έχει να λάβει η Ελλάδα από το τρίτο μνημόνιο.
Μια δεύτερη συνέπεια της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έχει να κάνει με το όφελος από την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ακόμη και αν η ΕΚΤ αποφασίσει να εκδώσει ανεξάρτητη από το ΔΝΤ έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, δεν μπορεί να ανάψει το πράσινο φως για να αγοράσει ελληνικά ομόλογα όσο η Ελλάδα βρίσκεται σε διαδικασία αξιολόγησης. Αλλά και όταν αυτή ολοκληρωθεί επιτυχώς, δεν μπορεί να αγοράζει ομόλογα για διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την συνέχιση των αγορών μέχρι την έναρξη της επόμενης αναθεώρησης του προγράμματος. Στο καλύτερο σενάριο που η ΕΚΤ εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο PSPP τον Μάρτιο, αναλυτές υπολογίζουν πως δεν θα μπορούν να αγοραστούν ομόλογα αξίας μεγαλύτερης των 3 έως 4 δισ. ευρώ από την αγορά καθώς υπάρχει ο περιορισμός του 33% σε ότι αφορά στο μέγεθος των εμπορεύσιμων χρεογράφων που μπορούν να αγοραστούν από την ΕΚΤ και την εθνική κεντρική τράπεζα. Στην τελευταία της ανάλυση η Eurobank εκτιμά ότι το μηνιαίο ονομαστικό ποσό του ελληνικού χρέους που θα μπορούσε να αγοραστεί μετά τον Μάρτιο του 2017 δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 1,57 δισ. ευρώ. Φυσικά στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι τόσο το ποσό των ομολόγων που θα αγοραστούν, όσο το αν η ένταξη στο QE θα γίνει νωρίς προκειμένου να υποστηριχτούν οι τράπεζες, το ευρύτερο κλίμα στην αγορά και η προετοιμασία μιας δοκιμαστικής έκδοσης κρατικών ομολόγων το καλοκαίρι με σκοπό να αντικατασταθεί το τριετές «ομόλογο Σαμαρά» που εκδόθηκε το 2014 και λήγει τον προσεχή Ιούλιο.
Οι μεγάλες αποπληρωμές δανείων που έρχονται το 2017 είναι ένας τρίτος σημαντικός παράγοντας που πιέζει για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης η οποία συν τοις άλλοις είναι συνδεδεμένη με την εκταμίευση της δόσης των 6,1 δισ. ευρώ. Οι δύο πρώτες «δόσεις» τον Φεβρουάριο ύψους 1,623 δισ. ευρώ προς τον ESM και τον Απρίλιο ύψους 1,4 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ εκτιμάται ότι είναι διαχειρίσιμες από το Δημόσιο. Τοπρόβλημα θα αρχίσει να δημιουργείται τον Ιούλιο όταν η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει συνολικά 6,3 δισ. ευρώ από τις 17 έως τις 20 Ιουλίου προς την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, τους ιδιώτες επενδυτές και τις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών. Εφόσον δεν έχουν εκταμιευτεί χρήματα μέχρι τότε η ανταπόκριση του Δημοσίου θα είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη.
Μια τέταρτη μεγάλη πηγή αβεβαιότητας όσο δεν ολοκληρώνεται η αξιολόγηση του προγράμματος, είναι συνολικά η επίτευξη των στόχων του μνημονίου για το 2017. Προϋπόθεση για τη «βιωσιμότητα» του προγράμματος και της αποπληρωμής του χρέους είναι η επίτευξη αφενός πολύ υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας (+2,7% για το 2017 και 3,1% το 2018) και αφετέρου πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 1,75% για το επόμενο έτος και 3,5% για το 2018 και μετά. Όσο επικρατεί στην οικονομία η παραλυτική αβεβαιότητα για το χρόνο και τους όρους ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης ή ανάβουν εστίες ανησυχίας για προσφυγή σε πρόωρες εκλογές κλπ, τόσο η πραγματική οικονομία θα παγώνει και το πρόγραμμα θα απομακρύνεται από τους στόχους του.
Μια πέμπτη πολύ σοβαρή πηγή αβεβαιότητας έχει να κάνει με το τελικό περιεχόμενο της ίδιας της συμφωνία που επιχειρείται να κλείσει στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης. Αν δεν προσδιοριστούν μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις μείωσης χρέους από τώρα και ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ επί μια πενταετία ή δεκαετία μετά το 2018, η ανάγκη για τη λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων και περικοπών στα πρότυπα όσων προτείνει το ΔΝΤ, θα είναι δεδομένη και θα στερήσει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής ανάκαμψης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια.