H βαριά συννεφιά στον ουρανό του Βrexit αναβαθμίστηκε σε καταιγίδα από τις εξελίξεις στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την προηγούμενη Πέμπτη, η οποία παρά το γεγονός ότι είχε σαν σκοπό την επίτευξη συμφωνίας ως προς τις σχέσεις ΕΕ- Βρετανίας μετά το Brexit, εντούτοις ανέδειξε πανηγυρικά τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως όσον αφορά τα θέματα της αλιείας.
Η πρώτη αστραπή ήρθε από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέ, ο οποίος αμέσως μετά τη Σύνοδο ξεκαθάρισε χωρίς περιστροφές ότι ανησυχεί για την έλλειψη προόδου στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τη Μ.Βρετανία, ειδικά όσον αφορά τους κανόνες που αφορούν τον ανταγωνισμό, την αλιεία και την διακυβέρνηση.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ ενημέρωσε από την πλευρά της τους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες πως υπήρξε «κάποια κίνηση σε κάποιους τομείς, αλλά σε άλλους απομένει να γίνει ακόμη πολλή δουλειά». Προσέξτε όμως την κατάληξη: «Ζητήσαμε από τη Μεγάλη Βρετανία να συνεχίσει να δείχνει διάθεση για την επίτευξη συμβιβασμού και συμφωνίας. Εάν είναι απαραίτητο, θα ζήσουμε χωρίς συμφωνία, αλλά πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να έχουμε μια συμφωνία».
Το κερασάκι στην τούρτα της παντελούς έλλειψης κοινού εδάφους μεταξύ των δύο πλευρών το έδωσε από πλευράς Βρετανίας ο Ντέιβιντ Φροστ,-επικεφαλής διαπραγματευτής του ΗΒ- ο οποίος μόλις λίγα λεπτά από τις παραπάνω δηλώσεις εξέφρασε μέσω Twitter βαθιά «απογοήτευση» για τις αξιώσεις της ΕΕ και «κατάπληξη» διότι οι Βρυξέλλες δεν δεσμεύθηκαν να «εργαστούν με πιο εντατικό τρόπο» για να κλείσουν οι εκκρεμότητες.
Εν ολίγοις, η μια πλευρά πετάει το μπαλάκι στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα κατηγορούνται αμφότερες για έλλειψη διάθεσης εποικοδομητικού διαλόγου και ουσιαστικών συμβιβασμών.
Την σκυτάλη πήρε ο Μπόρις Τζόνσον την Παρασκευή, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ κάλεσε τη χώρα να προετοιμαστεί για έξοδο από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στις 31 Δεκεμβρίου 2020 χωρίς εμπορική συμφωνία.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η ΕΕ θέλει να έχει έλεγχο επί της νομοθεσίας του Η.Β. και της αλιείας στα βρετανικά ύδατα, κάτι που καμία ανεξάρτητη χώρα δεν θα μπορούσε να δεχθεί. Ολοκλήρωσε τις δηλώσεις του με το συμπέρασμα ότι ενώ το Λονδίνο δεν επιθυμεί τίποτε περισσότερο από μια εμπορική συμφωνία ανάλογη μ’εκείνη που διατηρεί η ΕΕ με τον Καναδά, δυστυχώς το πιθανότερο είναι από την 1η Ιανουαρίου 2021 οι εμπορικές σχέσεις Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε να καθορίζονται από τους όρους του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Μπορεί η ετυμηγορία των αγορών για το τι σημαίνουν όλα αυτά για την οικονομική δραστηριότητα εντός της Γηραιάς Ηπείρου να δοθεί αυτή την εβδομάδα –ακόμα και αν σήμερα υπάρξει μια σχετική ηρεμία- αλλά οι οίκοι αξιολόγησης άρχισαν ήδη να αναλαμβάνουν δράση.
Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s μείωσε αργά την Παρασκευή κατά μία βαθμίδα το αξιόχρεο του δημοσίου του Ηνωμένου Βασιλείου, στο επίπεδο Aa3 (από Aa2), επικαλούμενος την επιδείνωση της οικονομικής και δημοσιονομικής θέσης του Λονδίνου, εξαιτίας των συνεπειών του Brexit εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού.
Όμως, για το οικονομικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί μετά την αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανησυχούν μόνο οι οίκοι αξιολόγησης. Την Κυριακή 70 βρετανικές επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν πάνω από επτά εκατομμύρια εργαζόμενους, κάλεσαν την κυβέρνηση Τζόνσον να διατηρήσει ανοικτό τον διάλογο, σε μια τελευταία προσπάθεια να πείσουν τους πολιτικούς να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αυτή την εβδομάδα.
Ας εξετάσουμε λίγο την κίνηση αυτή, δεδομένου ότι αν στην πορεία συνοδευτεί εκ νέου από ανάλογη κίνηση ευρωπαϊκών ομίλων, ίσως τελικά να αλλάξει η τροχιά του Brexit έστω και στο παραπέντε.
Σύμφωνα με τους Financial Times, oργανισμοί από όλες τις βρετανικές επιχειρήσεις στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, των αερομεταφορών, των χημικών, της γεωργίας, των φαρμακευτικών προϊόντων, της τεχνολογίας και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν συντονιστεί προκειμένου να πείσουν και τις δύο πλευρές να βρουν συμβιβασμό για τους εμπορικούς όρους.
Στα βασικά τους επιχειρήματα είναι ότι μόνο μια εμπορική συμφωνία θα εξασφαλίσει
την προστασία των θέσεων εργασίας και των επενδύσεων.
Οι ομάδες - από το CBI, το TheCityUK και το techUK έως την Εθνική Ένωση Αγροτών και τη βρετανική κοινοπραξία λιανικής - δήλωσαν ότι «Με συμβιβασμό και επιμονή, μπορεί να γίνει μια συμφωνία. Οι επιχειρήσεις καλούν τους ηγέτες και από τις δύο πλευρές να βρουν μια διαδρομή».
Πολλές εταιρείες έχουν προειδοποιήσει εδώ και εβδομάδες ότι δεν είναι προετοιμασμένες για την γραφειοκρατία και τα έξοδα που θα υφίστανται οι συναλλαγές με ομολόγους της ΕΕ το επόμενο έτος σε περίπτωση «no deal». Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ήδη αγωνίζονται για την επιβίωση τους από την οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από τον Covid-19 και η οποία βαίνει ολοένα και χειρότερη καθώς μπαίνουμε στον χειμώνα.
Μάλιστα σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το ένα τέταρτο των εταιρειών ενδέχεται να μην είναι έτοιμες για το τέλος της μεταβατικής περιόδου, ενώ οι μισές δήλωσαν ότι δεν είναι πλήρως προετοιμασμένες.
Οι εταιρείες υπηρεσιών από την πλευρά τους, οι οποίες υπόψιν αποτελούν το 80% της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι η απειλή των δασμών και των ποσοστώσεων, καθώς και η έλλειψη μιας ενισχυμένης τελωνειακής συνεργασίας, απλά θα εξαυλώσει την ήδη δοκιμαζόμενη από την πανδημία ανθεκτικότητα τους.
Επαναφορά των πιέσεων προς την ΕΕ περιμένουμε και από τον ευρωπαϊκό επιχειρηματικό κόσμο. Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη από τον Ιούνιο ο ευρωπαϊκός οργανισμός αγροτών Copa-Cogeca, ο οργανισμός γεωργικών προϊόντων διατροφής Celcaa και η βιομηχανική συνομοσπονδία FoodDrinkEurope προειδοποιούν για τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες ενός άναρχου Brexit, καθώς θα διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού και θα προκαλέσει σημαντική μείωση του όγκου των εξαγωγών από την ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τις θέσεις εργασίας και την κερδοφορία.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ για το 2019, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κορυφαίος προορισμός για τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ, αξίας άνω των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι Κάτω Χώρες, η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιρλανδία, θα είναι οι μεγάλοι χαμένοι.
Η αυτοκινητοβιομηχανία θα είναι ο δεύτερος μεγάλος χαμένος, καθώς σύμφωνα πάντα με στοιχεία της ΕΕ, το 30% των εξαγωγών οχημάτων της ΕΕ κατευθύνθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2019. Η αξία τους ανήλθε σε 53 δισεκατομμύρια ευρώ, σχεδόν το ένα πέμπτο όλων των εισαγωγών αγαθών του Ηνωμένου Βασιλείου . Γι’αυτό άλλωστε και οι εμπορικοί φορείς από όλη την ήπειρο κάλεσαν ήδη από τον Σεπτέμβρη και τις δύο πλευρές να αποφύγουν την «καταστροφή ενός άναρχου Brexit».
Επισημαίνοντας ότι ο τομέας υποστηρίζει μία στις 15 θέσεις εργασίας στην ΕΕ και στο Ηνωμένο Βασίλειο , η Ευρωπαϊκή Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (ACEA) εκτίμησε πρόσφατα ότι ένα Βrexit χωρίς συμφωνία μεταφράζεται σε απώλειες έως 110 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2025.
Για να δούμε, αν η κραυγή του επιχειρηματικού κόσμου γίνει εφεξής πιο συντεταγμένα, θα καταφέρει να στρίψει το τιμόνι έστω την τελευταία στιγμή;
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμια περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλάμβανονται ως τέτοιες.