Η Citadel Securities, η εταιρεία του δισεκατομμυριούχου Κεν Γκρίφιν, είναι εδώ και αρκετά χρόνια η κυρίαρχη των ηλεκτρονικών συναλλαγών στις αγορές μετοχών στις ΗΠΑ.
Περίπου το ένα τρίτο του συνόλου των συναλλαγών των ιδιωτών επενδυτών που χρησιμοποιούν εφαρμογές όπως η Robinhood περνά μέσα από τα συστήματα της Citadel, η οποία πολλές φορές έχει κατηγορηθεί πως έχει αποκτήσει υπερβολική δύναμη και πως ασκεί ένα είδος μονοπωλίου στις αγορές μετοχών.
Εδώ και μερικούς μήνες, η Citadel έχει αρχίσει να ασχολείται και με τις αγορές εταιρικών ομολόγων, οι οποίες παραδοσιακά βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των μεγάλων τραπεζών και δουλεύουν με πολύ διαφορετικό τρόπο από αυτές των μετοχών.
Πολύ μεγάλο μέρος των πράξεων γινόταν ύστερα από τηλεφωνική συνεννόηση μεταξύ των επενδυτών και των συνεργαζόμενων τραπεζών. Ο επενδυτής που ενδιαφερόταν να αγοράσει επικοινωνούσε με την τράπεζά του και αυτή με τη σειρά της ερχόταν σε επαφή με μία άλλη τράπεζα που εκπροσωπούσε τους δυνητικούς πωλητές.
Αυτή η μέθοδος δυσκόλευε γενικά τις συναλλαγές, ειδικά για τους μικρότερους ιδιώτες επενδυτές. Τα πράγματα δεν γίνονται πλέον ακριβώς έτσι, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό των συναλλαγών γίνεται πλέον μέσα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Στο Bloomberg διαβάζουμε πως ενώ το 2013 μόνο το 8% των συναλλαγών σε ομόλογα επενδυτικής αξιολόγησης (investment - grade bonds) γινόταν μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, τώρα έχουμε φθάσει στο 40%.
Αντίστοιχα, στα ομόλογα υψηλών αποδόσεων (high yield bonds) από 2% το 2013 έχουμε φτάσει στο 31% (τα σχετικά στοιχεία και για τις δύο κατηγορίες ομολόγων έρχονται από τη συμβουλευτική εταιρεία Coalition Greenwich).
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι συναλλαγές σε αυτά τα ηλεκτρονικά συστήματα γίνονται με την ίδια ευκολία, ταχύτητα και χαμηλό κόστος που γίνονται οι συναλλαγές σε μετοχές. Αυτό θέλει να εκμεταλλευθεί η Citadel, όπως και άλλες εταιρείες που παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες με αυτήν.
Σε ένα άρθρο του Bloomberg από το τέλος Ιουνίου είχε γίνει εκτενής αναφορά στην πρόθεση της Citadel να μπει δυναμικά στον τομέα των συναλλαγών σε τίτλους σταθερού εισοδήματος. Στο άρθρο αναφερόταν συγκεκριμένα πως ήδη τότε η εταιρεία είχε αρχίσει να παρέχει υπηρεσίες market making σε συναλλαγές ομολόγων επενδυτικής αξιολόγησης και είχε σκοπό να κάνει το ίδιο και στα ομόλογα υψηλών αποδόσεων μέχρι το τέλος του 2023.
Αυτό σημαίνει πως η Citadel στην ουσία έχει αρχίσει να δίνει ρευστότητα στις αγορές ομολόγων με περίπου τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιεί στις μετοχές. Μέσα από τα ηλεκτρονικά της συστήματα βρίσκει σε απειροελάχιστο χρόνο έναν αγοραστή για κάθε πωλητή και το αντίστροφο, χρεώνοντας και χαμηλότερες προμήθειες στους χρηματιστές που διαλέγουν τα δικά της συστήματα καθώς και στους θεσμικούς επενδυτές. Σύμφωνα με το άρθρο του Bloomberg, η Citadel είχε ήδη αρχίσει να παρέχει ρευστότητα στις πράξεις τουλάχιστον 10.000 ομολόγων επενδυτικής αξιολόγησης.
Το «στοίχημα» της εταιρείας είναι πως αυτά τα χαρακτηριστικά των δικών της συστημάτων θα προσελκύσουν πολλούς συναλλασσόμενους στην αγορά ομολόγων και θα της δώσουν μία πολύ ισχυρή θέση και στις αγορές ομολόγων μετά τις αγορές μετοχών. Αυτό προφανώς θα βοηθήσει τη μεγάλη αυτή επιχείρηση να αυξήσει τα κέρδη της.
Μερικούς μήνες μετά, φαίνεται πως οι κινήσεις της Citadel μάλλον έχουν αρχίσει να φέρνουν αποτελέσματα. Τουλάχιστον αυτό συμπεραίνουμε από τον τίτλο προχθεσινού τίτλου του Bloomberg, σύμφωνα με τον οποίο η ενασχόληση της εταιρείας με τις συναλλαγές στις αγορές ομολόγων απειλεί τις τράπεζες που παραδοσιακά κυριαρχούσαν σε αυτόν τον χώρο.
Αφορμή για το άρθρο στάθηκε το συνέδριο της Goldman Sachs για τη χρηματοοικονομική βιομηχανία στις ΗΠΑ και το τι είπε κατά τη διάρκειά του ο Μπίλυ Χαλτ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Tradeweb Markets, η οποία πραγματοποιεί πλήθος συναλλαγών στις αγορές μετοχών και ομολόγων στις ΗΠΑ. Κατ’ αυτόν, η διείσδυση της Citadel και άλλων εταιρειών που παρέχουν παρόμοιες υπηρεσίες έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει το τοπίο στις συναλλαγές ομολόγων.
Ο Χαλτ υποστηρίζει πως ο ερχομός αυτών των επιχειρήσεων με τα δικά τους συστήματα παροχής ρευστότητας έχει ήδη χειροπιαστές και ουσιώδεις συνέπειες και πρόσθεσε πως σύντομα θα υπάρξουν και άλλοι μιμητές τους. Κατά την άποψή του, αυτό θα φέρει σε αρκετά δύσκολη θέση τις τράπεζες, για τις οποίες η διαμεσολάβηση στις αγοραπωλησίες ομολόγων αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια μία εξαιρετικά επικερδή δραστηριότητα.
Το πρόβλημα για τις τράπεζες είναι πως για να αντιδράσουν στην «εισβολή» της Citadel και των υπόλοιπων παρόμοιων επιχειρήσεων θα πρέπει να κάνουν μεγάλες επενδύσεις και να ανεβάσουν το επίπεδο των υπηρεσιών που παρέχουν στον συγκεκριμένο τομέα.
Αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα, καθώς οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που επιβάλλονται από τις εποπτικές αρχές δεν αφήνουν πολλά περιθώρια δέσμευσης νέων κεφαλαίων στις τράπεζες. Το πρόβλημα αναμένεται να γίνει μεγαλύτερο αν εφαρμοστούν οι προτεινόμενες ρυθμίσεις για τους κανόνες στα πλαίσια της Βασιλείας III.
Ο Χαλτ υποστηρίζει πως αν οι τράπεζες θέλουν να κρατήσουν τους πελάτες τους θα πρέπει να προσπαθήσουν να πετύχουν περισσότερα πράγματα με λιγότερους πόρους.
Ανεξάρτητα όμως από το πόσο αποτελεσματικά θα καταφέρουν να αντιδράσουν οι τράπεζες, η άποψη του Χαλτ είναι πως η είσοδος της Citadel και άλλων επιχειρήσεων με εξειδίκευση τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και την παροχή ρευστότητας στις αγορές ομολόγων θα αποβεί ευεργετική για τους συναλλασσόμενους και την ίδια την αγορά.
Σύμφωνα με αυτόν, οι πρόσφατες εξελίξεις θα φέρουν την αγορά ομολόγων πιο κοντά σε αυτήν των μετοχών, καθώς οι ηλεκτρονικές συναλλαγές με τη βοήθεια προηγμένης τεχνολογίας θα υποκαταστήσουν σταδιακά την επικοινωνία των επενδυτών με τις τράπεζες, οι οποίες αναγκαστικά θα προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, αν θέλουν να κρατήσουν τους πελάτες τους.
Έχοντας υπόψη μας και το προηγούμενο των εξελίξεων στις αγορές μετοχών, αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει σε πιο γρήγορες, πιο αποτελεσματικές και πιο φθηνές συναλλαγές, ενώ θα ανοίξει και την πόρτα για την ενεργότερη συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών, ανοίγοντας μία πόρτα που μέχρι τώρα είναι αρκετά δύσκολο να ανοίξει.
Αν αυτό είναι όντως το αποτέλεσμα, ο πιθανός παραγκωνισμός των τραπεζών από τις αγορές ομολόγων, τις οποίες «ήλεγχαν» επί δεκαετίες, θα στενοχωρήσει μόνο όσες από αυτές δεν θα καταφέρουν να προσαρμοστούν και όχι τους συναλλασσόμενους.