Σήμερα ή το αργότερο αύριο που είναι και η καταληκτική ημερομηνία, κατατίθεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Πρόγραμμα Σταθερότητας για την περίοδο 2021-2024. Θα προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα της τάξεως του 1 δισ. ευρώ για το 2022 (περίπου 0,5% του ΑΕΠ) και σημαντικά -αλλά «λελογισμένα» πρωτογενή πλεονάσματα για την περίοδο 2023-2024.
Το «δια ταύτα» θα είναι το εξής: αν όχι από το 2023, τουλάχιστον από το 2024 να σταματήσει η ανάγκη αύξησης του δημοσίου χρέους σε απόλυτο αριθμό ώστε σε συνδυασμό με την ανάπτυξη, να επέλθει η πολυπόθητη μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Πρακτικά δηλαδή, τα παραγόμενα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να φτάνουν σε τέτοια επίπεδα ώστε να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος (αν όχι το σύνολο) των τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Το ευτυχές για το οικονομικό επιτελείο αλλά και τους φορολογούμενους είναι ότι με τις αναδιαρθώσεις του χρέους αλλά και τους όρους με τους οποίους δανείζεται η χώρα από τις αγορές για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, οι τόκοι σε ετήσια βάση δε θα ξεπεράσουν για τα επόμενα χρόνια τα 5-5,5 δισ. ευρώ ετησίως.
Μπορεί αυτό το ποσό να μοιάζει «μεγάλο» για να μετατραπεί σε πρωτογενές πλεόνασμα όταν το ΑΕΠ έχει υποχωρήσει στα 166 δισ. ευρώ -τα 5,5 δισ. ευρώ στα 166 δισ. ευρώ βγάζουν αναλογία πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 3,3% που παραπέμπει σε… μνημόνια- ωστόσο με τη γρήγορη ανάπτυξη που προβλέπεται για τη διετία 2021-2022 (3,6% και 6,2% αντίστοιχα) η αποκλιμάκωση του πρωτογενούς αποτελέσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να είναι ταχύτατη.
Τα τελικά ποσοστά του πρωτογενούς πλεονάσματος για τη διετία 2023-2024 θα αποτυπώνονται στο πρόγραμμα Σταθερότητας. Αυτό που είναι το σημαντικό είναι το «μήνυμα» που θα επιχειρηθεί να σταλεί στις αγορές και στους Ευρωπαίους εταίρους. Η Ελλάδα βγαίνει από την πανδημία με ένα αυξημένο χρέος της τάξεως των 355 δισ. ευρώ.
Ένα χρέος όμως που «παράγει» τους χαμηλότερους τόκους των τελευταίων 30 ετών και το οποίο μπορεί να διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα με «λελογισμένα» πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα παράγονται από την αύξηση του ΑΕΠ -που με τη σειρά της θα φέρει περισσότερα δηλωθέντα εισοδήματα άρα και φορολογικά έσοδα- και όχι από την υπερφορολόγηση.