Οι λόγοι για τους οποίους δεν γίνονται παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι χιλιοειπωμένοι.
Η γραφειοκρατία που ταλαιπωρεί διαχρονικά τους επενδυτές. Η Εφορία που κάνει το ίδιο. Η Δικαιοσύνη. Οι άδειες που βγαίνουν με την ίδια καθυστέρηση, όπως παλιά. Τα εργατικά χέρια, εξειδικευμένα και μη, που λείπουν. Τα τρένα, που ενώ διεθνώς αποτελούν το κύριο μέσο μεταφοράς των εμπορευμάτων, στην Ελλάδα είναι οι ακριβές οδικές μεταφορές. Η αποτελεσματικότητα του κράτους γενικά.
Δεν τα έχουμε αντιμετωπίσει όλα αυτά, δεν έχουμε ξεμπερδέψει μαζί τους, ενώ προστίθενται και νέα ζητήματα, όπως το δημογραφικό. Είναι πιο ελκυστικό για έναν επενδυτή, Έλληνα ή ξένο, που θα θελήσει να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο, να επιλέξει μια χώρα, η οποία να έχει και ισχυρή εσωτερική ζήτηση με αυξανόμενο ενεργό καταναλωτικά πληθυσμό, παρά μια ραγδαία γηράσκουσα, όπως η Ελλάδα των 10 και κάτι εκατομμυρίων, που όλο και συρρικνώνεται.
Ο μόνος τρόπος για να ισοφαρίσει μια χώρα που γερνάει, αυτό το μειονέκτημα, είναι με μεταρρυθμίσεις, με μια οικονομία όπου θα υπάρχουν διαφανείς όροι ανταγωνισμού, χωρίς κρυφά και φανερά εμπόδια για ένα νεοεισερχόμενο επενδυτή, γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, ευέλικτη και αποτελεσματική αγορά εργασίας, συνδεδεμένη με ποιοτικά πανεπιστήμια, κ.ο.κ.
Αυτοί όμως είναι οι επιμέρους ανασταλτικοί παράγοντες για τους οποίους η Ελλάδα δεν προσελκύει επενδύσεις στη μεταποίηση. Η μεγάλη εικόνα είναι άλλη. Ο βασικός λόγος είναι ότι τέτοιου είδους επενδύσεις, όπως π.χ. ένα εργοστάσιο μπαταριών, είναι μεσο- μακροπρόθεσμες.
Ο επενδυτής πρέπει να έχει καθαρή ορατότητα ως προς την κατεύθυνση της χώρας στην οποία σκέφτεται να επενδύσει για τα επόμενα δέκα - είκοσι χρόνια, να πείσει τους κατάλληλους ανθρώπους να αφήσουν τις δουλειές τους για να έρθουν εδώ, να έχει πλάνο σε ποιους συγκεκριμένους τομείς των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων θέλει να μπει, και να γνωρίζει τι κίνητρα δίνει γι’ αυτό τον σκοπό, η χώρα που έχει επιλέξει.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουμε πολλές τέτοιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Οι επενδυτές αυτού του τύπου θέλουν σταθερό πλαίσιο, όχι κάθε τρεις και λίγο να αλλάζουν οι κανόνες του παιχνιδιού, ανεξάρτητα του ποια είναι η κατεύθυνση.
Το 2024 έχουμε αλλαγές στη φορολογική νομοθεσία. Στις διαδικασίες απονομής Δικαιοσύνης. Στην πολεοδομική νομοθεσία. Το ίδιο και στο Κτηματολόγιο, στα επιμέρους Χωροταξικά Πλαίσια, όπως για τον Τουρισμό, για τις ΑΠΕ, που είναι καινούργια, κ.ό.κ.
Ακόμη και όταν οι αλλαγές είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, παίρνουν χρόνο στο κρατικό μηχανισμό να τις αφομοιώσει, μαζί με τις εφαρμοστικές αποφάσεις, τις υπουργικές αποφάσεις, κλπ. Οι μεταρρύθμισες δεν αποδίδουν άμεσα, πουθενά σε καμία χώρα. Συνυπολογίστε και τον εκλογικό κύκλο της κάθε κυβέρνησης, που μόνο τα λίγα τελευταία χρόνια παραμένει σταθερός, όταν αυτού του είδους τα επιχειρηματικά σχέδια έχουν πολυετείς ορίζοντες υλοποίησης.
Στην ουσία, πριν από το ερώτημα «πότε θα δούμε ένα νέο εργοστάσιο στην Ελλάδα», θα πρέπει να έχουμε απαντήσει σε κάποια άλλα: Τι χώρα θέλουμε να έχουμε την επόμενη 20ετία ; Τι δομή θα έχει η οικονομία μας, κάτι στο οποίο κάνει αναφορά και η έκθεση της Moody’s, υπονοώντας την ανάγκη να αλλάξει η συνταγή «ακίνητα και τουρισμός». Τι κατεύθυνση θέλουμε να ακολουθήσουμε σε σχέση με άλλες χώρες, όπως πχ η Ισπανία;
Το παράδειγμα της τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης δεν είναι τυχαίο. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, βρισκόταν σε υποδεέστερη θέση της ελληνικής, όταν σήμερα, πολλά ισπανικά προϊόντα, από απλά καταναλωτικά μέχρι ιδιαίτερα υψηλής εξειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας, κυριαρχούν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Τα αντίστοιχα ελληνικά, που διαπρέπουν στο πλανήτη και θεωρούνται κορυφαία στην κατηγορία τους ναι μεν έχουν αυξηθεί, αλλά είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Παραμένουν λίγα, δεν είναι αυτά που δίνουν το τόνο.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η οικονομία τα πηγαίνει άσχημα. Απλώς δεν τα πηγαίνει τόσο καλά, ώστε να μας επιτρέπει να χαλαρώσουμε. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεγαλώνει, αλλά είναι ακόμη 20% κάτω απ’ αυτό που είχαμε το 2008. Κάπως πρέπει να συγκλίνουμε χωρίς τη λογική των βοηθημάτων και των «μποναμάδων», που ούτως ή άλλως δεν έχουν θέση στην Ευρώπη του 2024.
Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να μειώνεται, αλλά δεν παύει να είναι το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία και το πρώτο στην Ευρώπη. Το χρέος μας είναι ρυθμισμένο, οι εταίροι της Ελλάδας μας έχουν προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία, η οποία δεν πρέπει να δαπανηθεί από μια γενιά.
Όπως η γενιά της μεταπολίτευσης παρέλαβε ένα χρέος κάτω από το 60% και το έφτασε στο 200%, έτσι οφείλει να το ξαναγυρίσει στο 60%. Το οφείλει στις επόμενες γενιές, όπως είχε αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας στο συνέδριο της Καθημερινής «Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά».
Το τελευταίο διάστημα κάποιες ενδείξεις χρήζουν προσοχής. Το ΙΟΒΕ μέτρησε το Φεβρουάριο το οικονομικό κλίμα σε χαμηλά 14 μηνών. Εντόπισε μάλιστα, αυτό που λένε οι κατασκευαστικές, μια κόπωση, μια ισχυρή εξασθένιση προσδοκιών για τις κατοικίες. Και λίγες ημέρες μετά, η ΤτΕ επιβεβαίωσε την κόπωση, καταγράφοντας στο τελευταίο τρίμηνο του 2023, κάμψη περίπου 20% των επενδύσεων σε κατοικίες.
Σημειωτέων ότι από το σύνολο των 30,6 δισ. ευρώ επενδύσεων στην Ελλάδα το 2023, τα 4,17 δισ., δηλαδή το 14%, προήλθε από την κατοικία. Δεν είναι πολύ, συγκριτικά με τα 20-25 δισ. ευρώ του παρελθόντος, αλλά δεν είναι και λίγο.