Μνήμες από άλλες εποχές ξύπνησε η άνοδος της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου μια ανάσα από το 3%. Υπάρχει κίνδυνος εκτίναξης του κόστους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου σε μη βιώσιμα επίπεδα στην περίπτωση που κλιμακωθεί η πληθωριστική κρίση και η Λεπέν κερδίσει τις εκλογές στη Γαλλία; Πόσο ψηλά θα πρέπει να φτάσουν οι αποδόσεις για να παρέμβει η ΕΚΤ και ποια εργαλεία θα χρησιμοποιήσει όταν ταυτόχρονα προσπαθεί να φρενάρει την ακρίβεια;
Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε ότι οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές από την κρίση χρέους που ξεκίνησε το 2010 ή την παρ’ ολίγον έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ το 2015. Η ελληνική οικονομία δεν «τιμωρείται» από τις αγορές για ανεύθυνες πολιτικές αλλά πέφτει θύμα των ευρύτερων εξελίξεων. Όπως και να’ χει, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι το κόστος δανεισμού αυξάνεται σε μία κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έφτασε στο 2,9% την περασμένη Παρασκευή εξαιτίας των συνθηκών που επιτάσσουν την αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες για να τιθασεύσουν τον καλπάζοντα πληθωρισμό. Παράλληλα, στο σκηνικό έρχεται να προστεθεί η «απειλή» της Μαρίν Λεπέν. Μπορεί ο Εμανουέλ Μακρόν να προηγείται με σχετικά ασφαλή διαφορά (55%-45%) στις δημοσκοπήσεις, ενόψει του δεύτερου γύρου των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία που θα διεξαχθούν την Κυριακή 24 Απριλίου, όμως οι δημοσκοπήσεις δεν βγάζουν αποτέλεσμα.
Αν η Λεπέν καταφέρει να εκλεγεί Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, οι αγορές είναι δεδομένο ότι θα αντιδράσουν ακαριαία αφού η αβεβαιότητα θα βρεθεί σε επίπεδο συναγερμού, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις των ομολόγων να κινηθούν ανοδικά.
Το 2,9% είναι το υψηλότερο επίπεδο από τις 18 Μαρτίου του 2020, όταν το σοκ της πανδημίας ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να χρησιμοποιήσει το «μπαζούκα» του έκτακτου QE (PEPP) και να συμπεριλάβει σε αυτό κατ’ εξαίρεση και την Ελλάδα. Η αμέσως προηγούμενη φορά που οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονταν σε τέτοιο ύψος ήταν τον Ιούνιο του 2019, όμως τότε ακολουθούσαν πτωτική πορεία από τα δυσθεώρητα ύψη των προηγούμενων ετών.
Υπενθυμίζεται ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, του ομολόγου αναφοράς για το κόστος δανεισμού του δημοσίου, διαμορφωνόταν άνω του 5% έως τα τέλη του 2017, ως απόρροια της μεγάλης αναταραχής του 2015. Από τις αρχές του 2018 έως τον Ιούνιο του 2019 ξεπερνούσε κατά πολύ το 3% και υποχώρησε μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Μαΐου.
Στην παρούσα συγκυρία, λοιπόν, οι ειδικοί προβλέπουν ότι οι αποδόσεις όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης θα κινηθούν ανοδικά την επόμενη διετία, ενώ και τα spreads θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα. Για παράδειγμα, το spread του ιταλικού 10ετούς με το γερμανικό εκτιμάται ότι θα κυμανθεί άνω των 200 μονάδων βάσης που ήταν ο μέσος όρος κατά την περίοδο 2014-2019, ενώ το ελληνικό spread θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και τις 250 μονάδες βάσης. Σε αυτό το σενάριο το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα έχει ξεπεράσει ίσως το 3,5% χτυπώντας καμπανάκια στην ΕΚΤ.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η Κριστίν Λαγκάρντ έστειλε μήνυμα στις αγορές την περασμένη Πέμπτη, ότι δεν θα ανεχτεί για πολύ την άνοδο των spreads και αυτό αφορά όχι μόνο την Ιταλία αλλά και την Ελλάδα, η οποία είναι η μοναδική χώρα που δεν έχει ακόμη αποκτήσει αξιολόγηση στην επενδυτική βαθμίδα. Όπως είπε η Λαγκάρντ, η ΕΚΤ θα είναι πάντα έτοιμη να χρησιμοποιήσει ξανά τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της ή αν χρειαστεί θα σχεδιάσει νέα εργαλεία για να αποτρέψει τον κατακερματισμό στην Ευρωζώνη. Η συγκεκριμένη δέσμευση αφορά περισσότερο την Ελλάδα.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναμένεται να δεσμευτεί ότι θα κάνει τα πάντα για να μην ξεφύγουν τα ελληνικά επιτόκια, σε ένα νέο «whatever it takes». Όμως πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι η Λαγκάρντ θα δράσει μόνο αν αυξηθούν τα spreads και όχι προληπτικά καθώς η βασική της μέριμνα σήμερα είναι η συγκράτηση των τιμών. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική για την Ελλάδα την ανάγκη ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στον επόμενο χρόνο.