Με ετήσιο ρυθμό από 2 ως 2,9% θα κινηθεί η ελληνική οικονομία μέσα στο 2024, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τόσο των διεθνών όσο και των εγχώριων οργανισμών. Η άνοδος αυτή του ελληνικού ΑΕΠ θα είναι σχεδόν διπλάσια από το μέσο όρο της Ευρωζώνης που εκτιμάται σε 1,2%.
Η μια παράμετρος για την περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας είναι αυτή των άμεσων επενδύσεων, οι οποίες τη διετία 2021 -2022 παρουσίασαν μια σημαντική ανάκαμψη, ενώ στο εννεάμηνο του 2023 αυξήθηκαν κατά 7,4% με αποτέλεσμα η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ της χώρας να παρουσιάζει αύξηση 14,5%, το υψηλότερο, δηλαδή , επίπεδο, από το 2011.
Παρ΄όλα αυτά η πρόκληση για την ελληνική οικονομία παραμένει η περαιτέρω βελτίωση του ποσοστού αυτού στα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση, όπου βρισκόταν στο 23%, αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank.
Όσο δύσκολο και αν φαίνεται αυτό είναι βέβαιο ότι η συμβολή των άμεσων επενδύσεων στην ανάπτυξη και στο ΑΕΠ θα ενισχυθεί την τριετία 2024 - 2026, καθώς αναμένεται να εισρεύσουν περί τα 36 δισ.ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Τα κεφάλαια αυτά σε συνδυασμό με τις δαπάνες του προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα αποτελέσουν και βασικούς πυλώνες για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την κάλυψη σημαντικού μέρους του επενδυτικού κενού.
Δημοσιονομικά και πληθωρισμός
Ένα άλλο στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι η διατήρηση και η εμπέδωση της δημοσιονομικής σταθερότητας, η οποία ξεκίνησε από το 2023. Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται σε 1,1% του ΑΕΠ, δηλαδή 2,6 δισ.ευρώ, το 2023, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 160,3%, καταγράφοντας μια σωρευτική μείωση 46,7 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020,η οποία οφείλεται ως ένα βαθμό και στην σημαντική ενίσχυση του ονομαστικού ΑΕΠ. Επίσης, από το νέο έτος, απενεργοποιείται η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, γεγονός που υποχρεώνει όλα τα ευρωπαϊκά κράτη σε δημοσιονομική πειθαρχία.
Σημειώνεται ότι η εκτιμώμενη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων καθώς και οι αναμενόμενοι θετικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης διασφαλίζουν την περαιτέρω αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση της Alpha Bank.
Από την άλλη πλευρά, τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του δημοσίου χρέους, όπως τα σταθερά και χαμηλά επιτόκια και η υψηλή μέση σταθμική διάρκεια αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, βασικούς παράγοντες για την ανάκτηση, μετά από 13 χρόνια, της επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της Ελληνικής Δημοκρατίας από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P και Fitch.
Άλλη μια πρόκληση για την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είναι και η τιθάσευση του πληθωρισμού, ο οποίος μπορεί μεν να μειώθηκε σημαντικά το ενδεκάμηνο του 2023, σε 4,2% έναντι 9,4%το 2022 και 5,7% του μέσου όρου της ευρωζώνης, όμως παραμένει ακόμη σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Βέβαια, ο υψηλός πληθωρισμός δεν αποτελεί φαινόμενο μόνο για τη χώρα μας αλλά αφορά όλη την ευρωζώνη.
Η τελευταία, πάντως, κίνηση της ΕΚΤ να παγώσει τα επιτόκια δείχνει ότι η διαμόρφωση του πληθωρισμού στα προαναφερόμενα επίπεδα θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλιμάκωση. Κάτι τέτοιο θα σημάνει και μια σταδιακή μείωση των επιτοκίων για το 2024, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν αναταράξεις στον τομέα της ενέργειας.
Μια εξίσου σημαντική πρόκληση που αφορά σ μεγάλο βαθμό και τον πρωτογενή παράγοντα της οικονομίας είναι και η αποκατάσταση των ζημιών που προήλθαν από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τις πρόσφατες πλημμύρες. Παράλληλα η κυβέρνηση αποφάσισε την ενίσχυση των υποδομών της χώρας καθώς και της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης για τον περιορισμό των αρνητικών επιδράσεων στην οικονομία. Για τον σκοπό αυτό, μέσα στο 2024 η χώρα μας θα λάβει κοινοτικούς πόρους 2,2 δισ.ευρώ