Λίγες μόνο ώρες μετά τις εκλογές ήρθε η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να δείξει με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ποια θα ήταν η επίπτωση αν η επόμενη κυβέρνηση αποφάσιζε να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα με μέτρα στήριξης συνολικού ύψους 20 δις. ευρώ όπως αυτό που υποσχόταν στον ελληνικό λαό ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κατέστη σαφές ότι η χώρα πρέπει να βάλει «φρένο» στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες ώστε αυτές να μην αυξηθούν με ρυθμό μεγαλύτερο του 2,6% αλλά να κόψει ακόμη και τις δαπάνες για τις επιδοτήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος εκτός και αν αντιμετωπίσουμε και πάλι «ράλι» στα χρηματιστήρια ενέργειας με αποτέλεσμα να έρθουν σε δύσκολη θέση ειδικά τα ευάλωτα νοικοκυριά. Και όποιος σπεύσει να πει ότι η Ελλάδα έχει βγει από τα μνημόνια, ας αναλογιστεί πως θα αντιδρούσαν οι αγορές αν η Κομισιόν εκκινούσε και πάλι διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για την Ελλάδα. Πολλά και πρόσφατα τα παραδείγματα: η εκτόξευση των αποδόσεων για τα βρετανικά ομόλογα, η υποβάθμιση της γαλλικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης, το κόστος δανεισμού της Ιταλίας κλπ.
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκπέμπει θετικά μηνύματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ειδικά για φέτος εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να είναι υψηλότερος ακόμη και από αυτόν που βλέπει (προς το παρόν) το υπουργείο Οικονομικών στην Ελλάδα. Αισιοδοξία και για τις δημοσιονομικές επιδόσεις καθώς εκτιμάται ότι μπορεί να παραχθούν πρωτογενή πλεονάσματα για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι το τέλος της 10ετίας κάτι που αποτυπώνεται και στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που ενσωματώνεται στην έκθεση.
Το ερώτημα λοιπόν αν υπήρχε ποτέ περίπτωση να συμφωνήσει η Ευρώπη με τα μέτρα που υποσχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη απαντηθεί.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν σχηματίσει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία πώς θα μπορέσει να εφαρμόσει τα δικά της μέτρα τη στιγμή που το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να ξεπεράσει το 2% του ΑΕΠ. Από την ανάλυση των αριθμών φαίνεται να υπάρχει απάντηση και σε αυτό. Οι εξαγγελίες που έχουν γίνει για το 2024 (αύξηση των μισθών του δημοσίου, αύξηση των συντάξεων, αύξηση της έκπτωσης φόρου για τα παιδιά και νέα αύξηση του κατώτατου μισθού) δεν προκαλούν δημοσιονομικό κόστος μεγαλύτερο του 1 δισ. ευρώ για το 2024. Περίπου 500 εκατ. ευρώ χρειάζονται για τις συντάξεις, άλλα τόσα για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, περίπου 80 εκατ. ευρώ για την αύξηση του αφορολογήτου και… τίποτα για τον κατώτατο μισθό καθώς το μέτρο δεν χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Όσο για τα υπόλοιπα μέτρα όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος θα γίνουν σταδιακά και μετά το 2024. Με δεδομένο τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος, εκτιμάται ότι αυτός ο δημοσιονομικός χώρος θα παραχθεί χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα με τον κεντρικό στόχο για παραγωγή πλεονάσματος άνω του 2% το 2024. Επίσης, αυτά τα μέτρα της επόμενης χρονιάς δεν επηρεάζουν ούτε το στόχο για συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των δημοσίων δαπανών σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από το 2,6%