Του Βασίλη Γεώργα
Λύση που θα σώζει τα προσχήματα ψάχνουν πλέον όλες οι πλευρές στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Ο καθαρός διάδρομος προς τις αγορές έχει ήδη «λερωθεί» από τη συμφωνία Βερολίνου-ΔΝΤ με την οποία τουλάχιστον φαίνεται να εξασφαλίζεται εκταμίευση δόσης, όμως ο πραγματικός κίνδυνος είναι πλέον να καταρρεύσει όλο το αφήγημα έγκαιρης ολοκλήρωσης του 3ου μνημονίου εφόσον κανείς εκ των θεσμών (ΔΝΤ και ΕΚΤ) δεν θα είναι σε θέση να εκδώσει θετικό πιστοποιητικό βιωσιμότητας χρέους για την Ελλάδα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Για πολιτικούς λόγους (γερμανικές εκλογές) οι δανειστές έχουν προκρίνει τη λύση της πολύμηνης αναστολής των αποφάσεων για το εύρος επιμήκυνσης των δανείων του EFSF και του παγώματος των τόκων, και όλες οι πλευρές αναζητούν τον επικοινωνιακό μανδύα με τον οποίο θα πρέπει για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα να καλύπτουν την ένδεια αποτελεσμάτων τόσο στο μέτωπο διευθέτησης του ελληνικού χρέους όσο και εκείνου των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Η περιβόητη «γαλλική πρόταση» με την οποία επιχειρείται να συνδεθεί μια μελλοντική συμφωνία για το χρέος με τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, παίζει αυτό το ρόλο της καλλιέργειας προσδοκιών προς τις αγορές και κυρίως αποτελεί ένα σήμα ότι οι πόρτες της διαπραγμάτευσης θα ξανανοίξουν στο μέλλον επί συγκεκριμένων αρχών που θα λαμβάνουν υπόψη και τις συνολικές επιδόσεις της οικονομίας. Με την επίσκεψή του στην Αθήνα ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire γίνεται ο «αγγελιαφόρος» της λύσης που θα εξυπηρετεί τη Γερμανία, αλλά θα βάζει τη Γαλλία στο παιχνίδι με μια υποσχετική για έναν μελλοντικό συμβιβασμό που μπορεί να επιτευχθεί με τη συνδρομή της. Όπως έκαναν όλοι οι προκάτοχοί του σε αντίστοιχες περιστάσεις, ο Le Maire έρχεται να επιδώσει «φιλικά» το τελεσίγραφο της ευρωζώνης προς την κυβέρνηση Τσίπρα ζητώντας να τελειώνει με την αξιολόγηση για να λάβει τα λεφτά της δόσης και να εξοφλήσει τα δανεικά του Ιουλίου.
Τούτων δοθέντων, η κυβέρνηση έχοντας αποτύχει στους περισσότερους από τους πολιτικούς στόχους που έθεσε από την αρχή της διαπραγμάτευσης, θα επιδιώξει να συντηρήσει ζωντανή τη συζήτηση για το χρέος με ορίζοντα πλέον την επόμενη αξιολόγηση που πιθανόν θα ξεκινήσει αμέσως μετά τις γερμανικές εκλογές, τον προσεχή Οκτώβριο-Νοέμβριο. Η επικοινωνιακή και τεχνική διαχείριση της «μη συμφωνίας» μέχρι τότε, θα είναι τέτοια ώστε να υποστηρίζει τις δυνατότητες δοκιμαστικού δανεισμού της χώρας από τις αγορές ομολόγων ακόμη και χωρίς το δεκανίκι του QE και της θετικής έκθεσης βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Η 3η αξιολόγηση ωστόσο θα είναι το ίδιο κρίσιμη αν όχι περισσότερο, από την τρέχουσα καθώς πιθανόν θα εξελιχθεί στην τελευταία του τρίτου μνημονίου τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή του ή θα αποτελέσει πρόκριμα πολιτικών εξελίξεων. Ως εκ τούτου από τον χρόνο που θα διαρκέσει και το περιεχόμενο που θα αποκτήσει στην πορεία, θα είναι καθοριστική για το κλίμα που θα διαμορφωθεί στην οικονομία το 2018, τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τους πιστωτές, και τις επιλογές που θα κάνει η κυβέρνηση ώστε να ξέρουμε σε λίγους μήνες αν οδεύουμε στο τέλος του τρίτου προγράμματος, στην επιμήκυνσή του με τη μορφή πιστοληπτικής γραμμής χρηματοδότησης, στην υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου ή σε πρόωρες εκλογές.