Του Γιώργου Φιντικάκη
Από τις αγορές που δεν έχουν πειστεί ότι η κυβέρνηση έχει πραγματική μεταρρυθμιστική διάθεση, μέχρι τις προ ημερών προειδοποιήσεις του ΔΝΤ και του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής ενόψει της τρίτης αξιολόγησης, το μήνυμα είναι περίπου κοινό.
Υπάρχει ακόμη καχυποψία απέναντι στην Ελλάδα. Ή πιο σωστά, η Ελλάδα συνεχίζει να πληρώνει ακριβά την καχυποψία των αγορών απέναντι στην κυβέρνηση. Άλλη ανταπόκριση δείχνουν τα κεφάλαια απέναντι σε μια χώρα που τους εμπνέει εμπιστοσύνη, και άλλη όταν ο Πρωθυπουργός της χώρας περιγράφει τα μέτρα που πήρε σαν "ένα απεχθές φάρμακο", θέτοντας σαν άμεσο στόχο την ανάκτηση της "εθνικής οικονομικής κυριαρχίας".
Όταν όμως οι πάντες ξέρουν ότι η επιτροπεία της Ελλάδας δεν τελειώνει το 2018, το ερώτημα κάθε επενδυτή που ακούει τον Πρωθυπουργό να μιλά για εθνική κυριαρχία, είναι τι ακριβώς εννοεί; Επιστροφή στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, σε κάποιο παράλληλο πρόγραμμα, κάτι τρίτο;
Αν η κυβέρνηση δεν ξεκαθαρίσει με σαφήνεια την οικονομική πολιτική στην οποία πιστεύει και την οποία θα ακολουθήσει, οι επενδυτές, που είναι καχύποπτοι από την φύση τους, θα παραμένουν διστακτικοί.
Και φυσικά όλα εκείνα τα κεφάλαια που η κυβέρνηση οραματίζεται να προσελκύσει μέσα από συμπράξεις με δημόσιες επιχειρήσεις και πενιχρά αναπτυξιακά κίνητρα, δεν έχουν κανένα κίνητρο να εκτεθούν σε μια οικονομία που κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας. Επειδή συνεχίζει να φορολογεί τα πάντα, δεν έχει ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις, διαθέτει προβληματική δημόσια διοίκηση, αργή απονομή δικαιοσύνης, αλλά και συνεχίζει να δανείζεται με το υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρώπη.
Σαν σε ένα παράλληλο σύμπαν ωστόσο ο Πρωθυπουργός, και με τη συνήθη άνεση που τον διακρίνει, κάνει μονίμως το μαύρο-άσπρο, αδιαφορώντας για την ασυνέπεια λόγων και έργων. Στην συνέντευξή του στον Alpha δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι οι πολίτες ενδεχομένως να αποκαλούν αυτόν και την κυβέρνηση ψεύτες, όχι όμως και κλέφτες, ενώ με αφορμή το ομόλογο παρουσίασε ένα μαγικό success story. Χθες από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, φιλοτέχνησε ξανά με την ίδια άνεση μια μαγική εικόνα χώρας, λέγοντας μάλιστα ότι "παρά την απειρία μας είχαμε την σοφία να τραβήξουμε το σχοινί χωρίς να σπάσει".
Χρησιμοποιώντας τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου δικαιολογούνται μέτρα, συνθηκολόγηση, φοροκαταιγίδα, είπε ότι μετά από δύο αξιολογήσεις, καταφέραμε να σταθούμε στο ύψος των απαιτήσεων του ελληνικού λαού, και ότι οι απώλειες για τους οικονομικά αδύναμους είναι οι λιγότερο δυνατές, ξεχνώντας προφανώς το ψαλίδι στις συντάξεις και το αφορολόγητο ή την αύξηση των έμμεσων φόρων.
Αν και αναλυτές, ξένα δημοσιεύματα και το ΔΝΤ χαμηλώνουν τις προσδοκίες της κυβέρνησης σε σχέση με την έξοδο στις αγορές, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε ότι έχουμε επανάκαμψη της εμπιστοσύνης, ότι η χώρα έχει ανακτήσει το κύρος της και σε ένα χρόνο από τώρα θα έρθει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος των μνημονίων.
Το χρώμα του χρήματος όμως, δηλαδή η μοναδική μας ελπίδα για ανάπτυξη, δεν θέλει να ακούσει αν ο Πρωθυπουργός είχε ή δεν είχε "απειρία" όταν ήρθε στην εξουσία ή το αν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κάποιος ως ψεύτη. Ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο από τους ψηφοφόρους για το αν η κυβέρνηση "έβαλε ή όχι το χέρι της στο μέλι". Ζητά να ακούσει κάτι θετικό, αληθινό και αξιόπιστο, και κυρίως την δέσμευση ότι η κυβέρνηση θα κλείσει τάχιστα την τρίτη αξιολόγηση - κάτι που ο κ. Τσίπρας παρέλειψε χθες να πει - όπως και ότι θα εφαρμόσει χωρίς λεονταρισμούς τα 113 προαπαιτούμενα που απομένουν από το Μνημόνιο. Ζητά δηλαδή αποδείξεις ότι ο Πρωθυπουργός εννοεί τα όσα λέει, και μόνο τότε θα πειστεί ότι η Ελλάδα είναι προετοιμασμένη να υποβληθεί στην "πειθαρχία" των αγορών.
Διαφορετικά κανείς δεν πρόκειται να άρει την καχυποψία απέναντι στη χώρα. Ακόμη και success story να κάνει η ελληνική οικονομία, θα υπάρχει πάντα το "ρίσκο Τσίπρα" που θα συντηρεί το ρίσκο χώρας. Αλλά το ρίσκο (του οποιουδήποτε) Τσίπρα είναι ικανό να ακυρώσει το success story της χώρας, και αυτό φοβούνται οι σοβαροί επενδυτές, οι οποίοι παρεμπιπτόντως είθισται να έχουν μνήμη ελέφαντα. Δεν λησμονούν για παράδειγμα πόσες φορές μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει τονίσει και προς τα μέσα και προς τα έξω ότι διαφωνεί στην ουσία με το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Πολλώ δε μάλλον όταν ο Πρωθυπουργός φροντίζει να το υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία. Η εμπειρία όμως λέει ότι όταν μια κυβέρνηση δεν αποδέχεται και δεν οικειοποιείται ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, το πρόγραμμα αυτό δεν πετυχαίνει. Τέτοιες κυβερνήσεις συνήθως προσπαθούν να βρουν διάφορους τρόπους, ούτως ώστε το πρόγραμμα να αποτύχει χωρίς να αναλάβουν την ευθύνη για αυτήν την αποτυχία.
Η ειρωνεία είναι ότι την ίδια στιγμή η αγορά δείχνει σαφή σημάδια αυτονόμησης από το πολιτικό ρίσκο. Από τα τρόφιμα και την μεταποίηση μέχρι τον τουρισμό και την ενέργεια, είναι πάμπολλες οι ενδείξεις για το δυναμισμό που κρύβει μέσα της η οικονομία, ο οποίος όμως δεν έχει ακόμη κατορθώσει να εκφραστεί. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει όσο η κυβέρνηση δεν "οικειοποιείται" το πρόγραμμα που εφαρμόζει. Και δεν είναι λίγοι, όσοι εντός και εκτός Ελλάδας, φοβούνται ότι στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης ο Πρωθυπουργός θα επιλέξει να στείλει ξανά μικροπολιτικά μηνύματα στο εκλογικό του σώμα, ανεξάρτητα αν στο τέλος συμμορφωθεί προς τα υποδείξεις των δανειστών, όπως συνέβη και κατά την δεύτερη αξιολόγηση.