Του Βασίλη Γεώργα
Πολύ κοντά σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των δανειστών έφτασε χθες το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση για το θεσμικό πλαίσιο εξωδικαστικής ρύθμισης των «κόκκινων» επιχειρηματικών χρεών προς τις τράπεζες, το Δημόσιο και τους υπόλοιπους πιστωτές.
Έκλεισαν, σύμφωνα με πληροφορίες, τα περισσότερα από τα ανοιχτά θέματα που υπήρχαν, και τις επόμενες δύο εβδομάδες τα τεχνικά κλιμάκια θα αναλάβουν να μορφοποιήσουν σε σχέδιο νόμου την εξωδικαστική ρύθμιση για την ενιαία αντιμετώπιση των χρεών.
Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων συμφωνήθηκε:
α. ότι η συμμετοχή των πιστωτών στα σχέδια αναδιάρθρωσης-κουρέματος χρεών θα είναι αναλογική σε αντιστοιχία με τις απαιτήσεις τους,
β. οι εκθέσεις βιωσιμότητας των μικρών επιχειρήσεων θα είναι τυποποιημένες ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις θα απαιτείται ανεξάρτητη έκθεση βιωσιμότητας από ελεγκτική εταιρεία,
γ. δεν θα προβλέπεται οριζόντια ασυλία των τραπεζικών και δημόσιων υπαλλήλων που θα υπογράφουν τις αναδιαρθρώσεις και τις διαγραφές χρεών, αλλά θα υιοθετηθεί ένας μηχανισμός «ενισχυμένης προστασίας» που θα προϋποθέτει την τήρηση συγκεκριμένων τυπικών διαδικασιών.
Η εξωδικαστική ρύθμιση χρεών (out of court workout for debts) θεωρείται τόσο από τις τράπεζες και την κυβέρνηση, όσο και από τους δανειστές, ένα από τα πιο κομβικά εργαλεία στην προσπάθεια που ξεκινά για να «καθαρίσει» σταδιακά η οικονομία από τα υπέρογκα ληξιπρόθεσμα χρέη 225 δισ. ευρώ προς τις εφορίες, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες.
Οι διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και το είδος των ρυθμίσεων θα διαφέρουν ανάλογα με το μέγεθος των οφειλών και την πολυπλοκότητα των υποθέσεων. Με βάση τη φιλοσοφία των προτάσεων που βρίσκονται στο τραπέζι κατά περίπτωση οι υποθέσεις για τις μικρές επιχειρήσεις θα κατατάσσονται σε «συνήθεις» ή «σύνθετες» και σε αυτές τον πρώτο λόγο θα έχουν οι τράπεζες. Για τους μεγάλους οφειλέτες προτείνεται να ακολουθείται ξεχωριστή διαδικασία αποφάσεων στην οποία το κράτος θα έχει αποφασιστικό ρόλο.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τζίρο μέχρι 2,5 εκατ. ευρώ η διευθέτηση των οφειλών θα είναι τυποποιημένη, ενώ για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι λύσεις θα επιλέγονται ανάλογα με το προφίλ και τις ανάγκες (tailor made).
Καθοριστικό ρόλο στην λειτουργία του εξωδικαστικού συμβιβασμού για τις επιχειρήσεις, θα έχει εκπόνηση μελέτης βιωσιμότητας όσων επιχειρήσεων αιτούνται υπαγωγής. Αν η έκθεση είναι αρνητική η αναδιάρθρωση δεν θα προχωρά και η εταιρεία θα οδεύει στον πτωχευτικό κώδικα.
Προϋποθέσεις υπαγωγής
Προκειμένου να μπουν στο νόμο οι οφειλέτες θα πρέπει να μπορούν να αποδείξουν ότι βρίσκονται σε οικονομική δυσπραγία. Στην αίτησή τους θα περιλαμβάνονται όλες οι απαραίτητες πληροφορίες για τις υποχρεώσεις, τα έσοδα και τα έξοδά τους καθώς και εξουσιοδότηση πρόσβασης των πιστωτών τους στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Θα προβλέπεται επίσης συγκεκριμένη ημερομηνία μετά την οποία οι οφειλές τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες ώστε να μπορούν να κάνουν χρήση του νόμου. Στην αρχική πρόταση της κυβέρνησης προτείνονταν επίσης να χρησιμοποιηθεί ως επιπλέον κριτήριο και το ύψος των μη εξυπηρετούμενων οφειλών ή των οφειλών στο δημόσιο πριν την ημερομηνία που η επιχείρηση βρέθηκε σε αδυναμία πληρωμής.
Τα βασικά κριτήρια υπαγωγής στο νόμο είναι:
- αποδεδειγμένη οικονομική δυσπραγία,
- ύπαρξη μη εξυπηρετούμενου δανείου ή ληξιπρόθεσμων οφειλών,
- αίτηση υπαγωγής συνοδευόμενη από λίστα περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων,
- εξουσιοδότηση πρόσβασης των πιστωτών σε όλα τα στοιχεία.
Ο νόμος θα προβλέπει ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου να μην μπορούν να αξιοποιήσουν το νόμο και να επωφεληθούν από ρυθμίσεις, στρατηγικοί κακοπληρωτές, φοροφυγάδες κλπ. Προτείνεται να μην μπορούν να υπαχθούν επιχειρήσεις και άτομα που έχουν καταδικαστεί για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, της δόλιας πτώχευσης, και πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για απάτη, πλαστογραφία εγγράφων κλπ.
Ποια χρέη θα ρυθμίζονται
Η ρύθμιση των χρεών θα γίνεται τόσο στο κεφάλαιο όσο και στους τόκους μέσω αναδιάρθρωσης και διαγραφής οφειλών, προσαυξήσεων, προστίμων κλπ. Προτείνεται ο νόμος να προβλέπεται διαχωρισμό των κύριων απαιτήσεων (κεφάλαιο) από τους τόκους και τις προσαυξήσεις.
Οφειλές στο Δημόσιο
Για τα χρέη του δημοσίου και ειδικά για τις διαγραφές επί του κεφαλαίου, απαιτείται ξεχωριστή νομοθετική ρύθμιση η οποία να μην προσκρούει σε ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Σταθάκης δήλωσε χθες ότι το συγκεκριμένο θέμα βρίσκεται υπό συζήτηση και δεν προκύπτουν προβλήματα αντισυνταγματικότητας.
Στις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι, ως βέλτιστη λύση προωθείται ο διαχωρισμός (split) ανάμεσα στους τόκους που καταβάλλονται επί του κεφαλαίου και εκείνων που πληρώνονται για πρόστιμα και προσαυξήσεις. Οι δεύτερες θα παγώνουν για όλα τα χρόνια της ρύθμισης (π.χ 10-20 χρόνια) και θα προβλέπεται ότι θα πληρωθούν αφού πρώτα εξοφληθούν οι μη διασφαλισμένες απαιτήσεις των πιστωτών. Το τελευταίο ισοδυναμεί ουσιαστικά με διαγραφή χρέους.
Τεστ ρευστοποίησης και κατάταξη πιστωτών
Βασική αρχή του νόμου για την ενιαία διευθέτηση χρεών, είναι ότι το αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης χρέους που θα επιτυγχάνεται θα πρέπει να είναι συγκρίσιμο με την κατάταξη των πιστωτών του πτωχευτικού δικαίου, ώστε με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό όλοι οι πιστωτές να λαμβάνουν τουλάχιστον όσα θα έπαιρναν σε περίπτωση ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη.
Στο πλαίσιο αυτό θα προβλέπεται η διενέργεια ενός «τεστ ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων». Αν οι πιστωτές αποδεικνύεται ότι με τη ρευστοποίηση θα πάρουν περισσότερα χρήματα, η εταιρεία θα οδηγείται σε εκκαθάριση. Για τον υπολογισμό θα χρησιμοποιείται η κατάταξη των πιστωτών όπως προβλέπεται στο πτωχευτικό δίκαιο. Το 65% της ρευστοποίησης εξασφαλίσεων λαμβάνουν οι εξασφαλισμένοι και ενέγγυοι πιστωτές, ενώ το 25% πηγαίνει στους προνομιούχους πιστωτές (εργαζόμενοι, εφορίες, ταμεία). Αν υπάρχουν μόνο εξασφαλισμένοι και μη εξασφαλισμένοι, οι πρώτοι λαμβάνουν το 90% και οι δεύτεροι το 10%, ενώ αν υπάρχουν μόνο προνομιούχοι και μη εξασφαλισμένοι οι προνομιούχοι πιστωτές, μοιράζονται αντίστοιχα το 70% και το 30%.
Εύκολες και σύνθετες περιπτώσεις
Οι υποθέσεις αναδιάρθρωσης για τις επιχειρήσεις διαχωρίζονται σε «συνήθεις» και σε «σύνθετες». Για τις συνήθεις υποθέσεις ή τις επιχειρήσεις με μικρό μέγεθος, η εκτίμηση βιωσιμότητας και οι προτάσεις αναδιάρθρωσης θα γίνονται με βάση τυποποιημένες διαδικασίες που με βάση την ελληνική πρόταση θα μπορούσαν να αναπτύξουν οι ίδιες οι τράπεζες. Οι τράπεζες, επίσης, προτείνεται να μπορούν να αναλαμβάνουν εσωτερικά την αναδιάρθρωση εφόσον το μερίδιό τους στις συνολικές απαιτήσεις είναι υψηλότερο από το 25%.
Ο διαχωρισμός μεταξύ «εύκολων» και «σύνθετων» υποθέσεων αναδιάρθρωσης, προτείνεται να γίνεται με κριτήρια την αξία των δανείων, τον αριθμό των εργαζόμενων, και τον κύκλο εργασιών. Δηλαδή επιχειρείται εκτός από οικονομικά κριτήρια, να μπουν και «ποιοτικά» για να αναδεικνύεται η σημασία της αναδιάρθρωσης-διάσωσης κάποιων επιχειρήσεων για την οικονομία και την αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με την πρόταση, στο νόμο δεν θα περιλαμβάνονται ξεχωριστά πρότυπα βιωσιμότητας ή συγκεκριμένες προτάσεις αναδιάρθρωσης για τις μικρές εταιρείες που αποτελούν «εύκολες» περιπτώσεις. Υπεύθυνες θα ορίζονται οι τράπεζες οι οποίες θα καθορίζουν τα πρότυπα με βάση αυστηρές εμπορικές αρχές. Αν η πλειοψηφία των πιστωτών αποφασίσει ότι δεν θέλει να αναλάβει αυτόν το ρόλο η τράπεζα, θα προσλαμβάνεται εξωτερικός ειδικός. Η διαδικασία θα προβλέπει σύντομες προθεσμίες. Εφόσον η εταιρεία κρίνεται μη βιώσιμη οι διαπραγματεύσεις θα διακόπτονται και οι πιστωτές θα μπορούν να ζητήσουν την πτώχευση.
Για τις σύνθετες περιπτώσεις, ο νόμος θα προβλέπει ότι η έκθεση βιωσιμότητας και η πρόταση αναδιάρθρωσης θα προετοιμάζεται από ανεξάρτητους ειδικούς. Αυτοί θα μπορούσαν να επιλέγονται από μια επιτροπή που θα εκπροσωπεί τους πέντε πιστωτές με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις. Η Επιτροπή θα παίρνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία. Η έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα γίνεται όμως από τη συνέλευση των πιστωτών και όχι από την επιτροπή. Οι τράπεζες θα μπορούν να προετοιμάζουν τη δική τους έκθεση βιωσιμότητας, το ίδιο και το δημόσιο και ο οφειλέτης. Η έκθεση βιωσιμότητας σε αυτές τις περιπτώσεις σύνθετων αναδιαρθρώσεων, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη λειτουργική αναδιάρθρωση (πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, μείωση προσωπικού και κόστους κλπ.) αλλά και τη συγκέντρωση σε κλαδικό επίπεδο. Αν η ανάλυση βιωσιμότητας είναι αρνητική, οι διαπραγματεύσεις σταματούν και οι πιστωτές είναι ελεύθεροι να κινήσουν διαδικασία πτώχευσης-εκκαθάρισης.
Μεγάλοι οφειλέτες του Δημοσίου
Στις περιπτώσεις μεγαλο-οφειλετών η ανάλυση βιωσιμότητας και η πρόταση αναδιάρθρωσης θα ανατίθεται υποχρεωτικά σε ανεξάρτητο αξιολογητή. Στις αρχικές προτάσεις της κυβέρνησης ήταν να προβλεφθεί και υποκατηγορία μεγαλο-οφειλέτών του δημοσίου εφόσον οι φορολογικές οφειλές ξεπερνούν το 1,5 εκατ. ευρώ ή τα χρέη προς το δημόσιο να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 60% των συνολικών οφειλών.
Πλειοψηφία πιστωτών
Βασική αρχή του νόμου είναι ότι για να υιοθετηθεί μια συμφωνία αναδιάρθρωσης, θα πρέπει να επιτυγχάνεται μια ελάχιστη απαρτία επί των παρόντων μεταξύ των οποίων οι πιστωτές που αντιπροσωπεύουν ένα ελάχιστο ποσοστό ασφαλισμένων απαιτήσεων. Η μη ανάληψη δράσης από το Δημόσιο δεν θα αποτρέπει την έγκριση της συμφωνίας εφόσον πληρείται αυτή η ελάχιστη απαρτία η οποία με βάση τον πτωχευτικό κώδικα ορίζεται σήμερα σε 60% όλων των απαιτήσεων συμπεριλαμβανομένων και του 40% των πιστωτών με εμπράγματες εξασφαλίσεις.
Πρόταση, όμως, της κυβέρνησης είναι η απαιτούμενη απαρτία να είναι στο 50% και να υπολογίζεται επί των πιστωτών που συμμετέχουν και ψηφίζουν και όχι επί του συνόλου των απαιτήσεων. Με τον τρόπο αυτό δεν προστατεύονται οι πιστωτές οι οποίοι διαφωνούν, σαμποτάρουν ή δεν ενδιαφέρονται για την αναδιάρθρωση χρεών της επιχείρησης. Έτσι η εισήγηση της κυβέρνησης είναι η ψηφοφορία να διεξάγεται μόνο επί των παρόντων, ώστε αν το δημόσιο ή κάποιος ιδιώτες πιστωτής δεν συμμετέχει στη συνέλευση των πιστωτών, η απαιτούμενη πλειοψηφία να αποφασίζει επί των απαιτήσεων των πιστωτών που ψηφίζουν υπέρ ή κατά.
Δικαστική επικύρωση
Η δικαστική επικύρωση της απόφασης των πιστωτών θα είναι υποχρεωτική όπως επιβεβαίωσε χθες ο Γ. Σταθάκης, προκειμένου να δεσμεύεται και η μειοψηφία να την ακολουθήσει. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης μετά την αναδιάρθρωση, δεν εκπληρώνει τους όρους της συμφωνίας, τα χρέη θα επανέρχονται στην πρότερη κατάσταση, αφαιρουμένων των πληρωμών που έγιναν στο διάστημα της συμφωνίας και η εταιρεία θα ακολουθεί το δρόμο της πτώχευσης.