Σκληρό μπρα ντε φερ για τους δημοσιονομικούς κανόνες
Shutterstock
Shutterstock

Σκληρό μπρα ντε φερ για τους δημοσιονομικούς κανόνες

Η συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σήμερα στις Βρυξέλλες δεν αναμένεται να κρύβει κάποια έκπληξη. Οι Ευρωπαίοι θα συμφωνήσουν κατά πάσα πιθανότητα ότι διαφωνούν στο φλέγον ζήτημα των δημοσιονομικών κανόνων. Να σφίξουν όλοι το… ζωνάρι θέλει η μία πλευρά και μία πιο χαλαρή αντιμετώπιση που θα δίνει ελπίδες ανάπτυξης αντιπροτείνει η άλλη. 

Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια οι Ευρωπαίοι όχι μόνο διαφωνούν για το πως θα πορευτούν στη συνέχεια αλλά και βρίσκονται σε αδιέξοδο, γεγονός που αυξάνει την πιθανότητα να υπάρξει μία (ξανά) προσωρινή λύση για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Το σφιχτό πλαίσιο κανόνων που ανεστάλη μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, επανέρχεται από τον Ιανουάριο του 2024. Μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να έχουν καταλήξει σε μία συμβιβαστική λύση.

Η διεξαγωγή των ευρωεκλογών τον Μάιο περιπλέκει τα πράγματα και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η Κομισιόν προσανατολίζεται σε μία λύση που θα αφορά αρχικά το 2024, με στόχο να γίνουν προσπάθειες σύγκλισης μετά τις κάλπες. 

Το γερμανικό λόμπι ζητάει την απαρέγκλιτη εφαρμογή του πλαισίου που ίσχυε πριν την πανδημία, ενώ οι χώρες της περιφέρειας, με πρώτη την Ιταλία, τάσσονται υπέρ της εφαρμογής πιο χαλαρών κανόνων που θα επιτρέπουν στις οικονομίες να ανακάμψουν από τις διαδοχικές κρίσεις. Το επιχείρημα του Νότου είναι ότι θα χρειαστεί να γίνουν επενδύσεις για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και ότι αν η Ευρώπη επιστρέψει σε συνθήκες λιτότητας μετά την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια που δεν λέει να υποχωρήσει, ο κίνδυνος κοινωνικών αναταραχών μεγαλώνει. 

Το βασικό επιχείρημα των «αυστηρών» της Ένωσης, είναι ότι οι χώρες-μέλη πρέπει να θέσουν υπό έλεγχο τα χρέη τους. Η Ιταλία πρωταγωνιστεί καθώς ξεχωρίζει για με ένα χρέος που εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει της Ελλάδας και το 150% του ΑΕΠ και θα γίνει το υψηλότερο της Ευρώπης. Οι κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών της Ε.Ε. θεωρείται ότι θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν το λόγο χρέους προς ΑΕΠ, εμφανίζοντας παράλληλα πρωτογενή ελλείμματα. Όμως οι πολύ αδύναμες προοπτικές ανάπτυξης της Ιταλίας και το υψηλό κόστος δανεισμού αναγκάζουν τη Τζόρτζια Μελόνι να αναζητήσει ισορροπίες για να πετύχει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα έτσι ώστε να αποτρέψει την εκτίναξη του χρέους. 

Αντί γι’ αυτό, η Μελόνι σκοπεύει να χαλαρώσει τη δημοσιονομική πολιτική για να διευκολύνει την ανάπτυξη και κάπως έτσι ξεκινά μία ακόμη κόντρα στο εσωτερικό της Ε.Ε. Μάλιστα, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και οικονομικοί αναλυτές, αναφέρονται στο παράδειγμα της Ελλάδας για να δείξουν στην Ιταλίδα πρωθυπουργό ότι υπάρχει και άλλος δρόμος.

Η Ελλάδα διαθέτει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη, ως προς το ΑΕΠ, αλλά το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού της βρίσκεται πλέον στα χέρια του επίσημου τομέα και με πολύ ευνοϊκούς όρους, τουλάχιστον έως το 2032. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία τρέχει με ρυθμό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και έχει καταφέρει να εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα από πέρσι, φέτος θα ξεπεράσει το 1% και του χρόνου το 2%.

Η Ιταλία αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους, καθώς ενώ η Μελόνι θέλει να… τεντώσει το έλλειμμα, η οικονομία της δεν αναμένεται να ξεκολλήσει μεσοπρόθεσμα από ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 0,5%. Επίσης, το μέσο επιτόκιο με το οποίο έχει δανειστεί η Ιταλία διαμορφώνεται σήμερα στο 3% και εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 4% έως το τέλος της δεκαετίας. Το επόμενο υψηλότερο μέσο επιτόκιο είναι αυτό της Ισπανίας στο 2,2%, ενώ της Γερμανίας είναι στο 1,1%.

Για μία ακόμη φορά, οι διαφορετικές ανάγκες των κρατών-μελών και οι διαφορετικές στρατηγικές αδυνατούν να γεφυρωθούν. Η έκβαση της διελκυστίνδας είναι αβέβαιη αν και στη θεωρία όλοι στην Ευρώπη συμφωνούν ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες χρειάζονται προσαρμογή.

Μόνο που αξιωματούχοι όπως ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, θέλουν η προσαρμογή αυτή να γίνει σε πιο διαδικαστικά ζητήματα, ενώ οι περισσότερες χώρες θέλουν οι νέοι κανόνες να μην οδηγούν σε πολιτικές λιτότητας.