Για πολλοστή φορά η Ευρώπη καλείται να βρει τρόπο να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ Βορρά και Νότου. Το μεγάλο στοίχημα είναι να πειστεί η Γερμανία ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι παρωχημένο και να βρεθεί κοινό έδαφος σε ό,τι αφορά την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων από το 2023. Όλα αυτά πρέπει να συμβούν μέσα στους επόμενους μήνες, αν και η Ευρώπη δεν μας έχει συνηθίσει σε γρήγορες αποφάσεις, πόσο μάλλον σε τόσο κρίσιμα ζητήματα που ερεθίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές του Βερολίνου.
Δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να υπάρξει μία ξεκάθαρη συμφωνία που θα ικανοποιεί τα αιτήματα της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας και των υπόλοιπων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και ταυτόχρονα δεν θα δυσαρεστεί τη Γερμανία, σημειώνει με νόημα στο Liberal.gr, κοινοτικός παράγοντας με βαθιά γνώση των διεργασιών στις Βρυξέλλες. Ο ίδιος επισημαίνει την άτυπη συμμαχία Γαλλίας-Ιταλίας αλλά και τη σκληρή στάση που αναμένεται να κρατήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι αναμένεται να είναι ηπιότερη από την εποχή Σόιμπλε.
Ο νέος «τσάρος» της γερμανικής οικονομίας, Κρίστιαν Λίντνερ, εκτίμησε ότι το πραγματικό debate θα ξεκινήσει τον Ιούνιο, ωστόσο άτυπα οι συζητήσεις για το πλαίσιο που θα ισχύσει από το 2023, όταν λήγει η περίοδος αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων, έχουν ξεκινήσει από το περασμένο φθινόπωρο. Το χθεσινό Eurogroup ήταν ευκαιρία να πάρουμε μία γεύση από τις επίσημες θέσεις κάθε πλευράς, καθώς για πρώτη φορά το θέμα… έπεσε στο τραπέζι των υπουργών Οικονομικών.
Ο Λίντνερ επιμένει ότι θα πρέπει να μειωθούν τα χρέη, όμως δηλώνει ανοιχτός σε προτάσεις που θα βελτιώσουν το κοινοτικό πλαίσιο. Ο ηγέτης των Φιλελευθέρων θεωρείται πολύ αυστηρός σε ζητήματα δημοσιονομικής πειθαρχίας, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Γερμανία έχει για πρώτη φορά έναν τόσο ευρύ κυβερνητικό συνασπισμό. Χθες, ο βουλευτής των Πράσινων και πρόεδρος της πανίσχυρης Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της γερμανικής Βουλής, Άντον Χοφράιτερ, δήλωσε ότι χώρες όπως η Ιταλία που πλήγηκαν περισσότερο από την πανδημία και άλλες που υλοποιούν φιλόδοξα σχέδια δημοσίων επενδύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με επιείκεια, Πως; Μέσω της παράτασης της αναστολής των δημοσιονομικών κανόνων για όσο χρειαστεί.
Ο Νότος, από την πλευρά του, ζητάει εδώ και πολύ καιρό την αναθεώρηση του Συμφώνου, με τον Μάριο Ντράγκι και τον Εμανουέλ Μακρόν να υποστηρίζουν σε κάθε ευκαιρία ότι το δημόσιο χρέος πρέπει να επανέλθει σε πτωτική τροχιά, όχι όμως μέσω της επιβολής μη βιώσιμων περικοπών δαπανών (συντάξεις, μισθούς κλπ) ή υψηλότερων φόρων.
Ο λόγος που οι χώρες του Νότου ζητούν την αναθεώρηση είναι απλός. Η πανδημία υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να διαθέσουν τεράστια κονδύλια για επιδόματα και μέτρα στήριξης της οικονομίας (περίπου 2 τρισ. ευρώ συνολικά), με αποτέλεσμα τα ήδη υψηλά δημόσια χρέη να εκτιναχθούν. Το ελληνικό χρέος είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, κοντά στο 200% του ΑΕΠ, ακολουθεί η Ιταλία με 155% ενώ το χρέος της Γαλλίας διαμορφώνεται στο 115%.
Αν επανέλθει το υφιστάμενο πλαίσιο, τότε οι περισσότερες χώρες θα αναγκαστούν σε αυστηρή και απότομη δημοσιονομική προσαρμογή, όπως η παροιμιώδης που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μετά το 2010. Θα κληθούν να εφαρμόσουν σκληρά μέτρα για να μειώσουν το χρέος τους στο 60% μέσα στην επόμενη 20ετία. Και επειδή όλοι έχουν καταλάβει από το ελληνικό παράδειγμα, ότι η χωρίς ευελιξία προσαρμογή πλήττει θανάσιμα την ανάπτυξη, προσπαθούν να την αποφύγουν.
Δεν είναι τυχαίο που Μακρόν και Ντράγκι ανέφεραν σε κοινό τους άρθρο στους FT στις 23 Δεκεμβρίου, ότι η στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει η Ευρώπη δεν πρέπει να είναι μία δημοσιονομική προσαρμογή που θα εμποδίσει την ανάπτυξη, αλλά ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών μέσω «λογικών» διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ντράγκι και Μακρόν προσθέτουν ότι όπως οι κανόνες δεν αποτέλεσαν εμπόδιο στην εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, έτσι και τώρα δεν πρέπει να σταθούν εμπόδιο στην υλοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων.
Τι λέει η Γερμανία για όλα αυτά; Σύμφωνα με τον Λίντνερ, η πανδημία αντιθέτως απέδειξε ότι οι κανόνες μπορούν να είναι ευέλικτοι σε περιόδους κρίσης.
Λύση υπάρχει. Να εστιάζουν οι κανόνες στη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, όπως αυτή αξιολογείται σήμερα και όχι τη δεκαετία του 1980. Η ανάλυση βιωσιμότητας μπορεί να γίνεται για κάθε χώρα σε τακτική βάση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας, ως προς την ανάπτυξη, το δημογραφικό, τα επιτόκια δανεισμού και τέλος τα δημοσιονομικά μέτρα που προωθούνται. Και πάλι, όμως, πρέπει να συμφωνήσει το Βερολίνο…
Οι υφιστάμενοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι προϊόν των συνθηκών που επικρατούσαν τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν η νομισματική πολιτική θεωρούνταν το βασικό εργαλείο επιρροής του ΑΕΠ και όχι οι δημοσιονομικές πολιτικές. Από το 2010, η Ευρώπη αποφάσισε να λάβει πολύ κρίσιμες αποφάσεις με βάση τους συγκεκριμένους κανόνες, ενώ όλοι θυμόμαστε τις απειλές για την επιβολή κυρώσεων στην περίπτωση μη τήρησης των κανόνων. Βέβαια, καμία χώρα από αυτές που δεν μπήκαν σε μνημόνιο, δεν είδε να της επιβάλλονται κυρώσεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιταλία και τη Γαλλία.