Στην κατανάλωση συνεχίζει να στηρίζεται η οικονομία, όχι στις επενδύσεις
Shutterstock
Shutterstock

Στην κατανάλωση συνεχίζει να στηρίζεται η οικονομία, όχι στις επενδύσεις

Το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας δεν λέει να αλλάξει. Συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση των νοικοκυριών σε ποσοστό 88%, όσο περίπου και πριν από μια δεκαπενταετία, προτού ξεσπάσει η μεγάλη κρίση.

Στις επενδύσεις η απόκλιση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο παραμένει μεγάλη, καθώς πέρυσι συμμετείχαν σε ποσοστό κάτω του 14% του ΑΕΠ. Το δε, πρόβλημα είναι ότι η μικρή αύξηση που σημείωσαν, αφορούσε κυρίως ακίνητα και μηχανολογικό εξοπλισμό, όχι επενδύσεις στην παραγωγή.

Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηρίξει την επόμενη μέρα της μόνο σε αυτά, όπως έκανε τη δεκαετία του 2000, έχει ανάγκη από επενδύσεις σε εργοστάσια που θα την εντάξουν στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες. Τέτοιες ακόμη δεν έχουμε δει. Όσο για τις εξαγωγές, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο τουρισμός, πέρυσι σημείωσαν μικρή υποχώρηση.

Τα παραπάνω είναι οι αιτίες γιατί η περυσινή ανάπτυξη έκλεισε στο 2%, αντί για το 2,4% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός, κυρίως όμως δείχνουν το πόσο αργά αλλάζει το παραγωγικό μας μοντέλο. 

Έχουμε κουραστεί να ακούμε πόσο στρεβλή είναι η ελληνική συνταγή, αλλά κάθε φορά τα νούμερα μας προσγειώνουν στην άβολη πραγματικότητα.

Το ελληνικό μοντέλο συνεχίζεται να στηρίζεται στην καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών και Δημοσίου και το ερώτημα είναι μέχρι πότε, όταν ειδικά φέτος, υπό την πίεση του διπλάσιου πρωτογενούς πλεονάσματος που πρέπει να πετύχουμε (2,1% του ΑΕΠ ή 5,1 δισ ευρώ), η κρατική δαπάνη θα είναι συγκρατημένη. Το όχι στο «έκτακτο δώρο Πάσχα» από τον ίδιο το Πρωθυπουργό δεν ήταν τυχαίο.

Την ίδια στιγμή, χωρίς φυσικά να αμφισβητείται η σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης, η διαγνωσμένη αδυναμία της δημόσιας διοίκησης δείχνει ότι δεν πρέπει να ποντάρουμε τα πάντα πάνω του. Με το που χάσαμε πέρυσι το ρυθμό των δύο δόσεων, άμεσα φάνηκε το κενό στις επενδύσεις, ένας από τους βασικούς λόγους που η ανάπτυξη έκλεισε στον 2%. Ο σχηματισμός κεφαλαίου ενισχύθηκε 8% το 2023 από 11,7% το 2022.

Συνολικά, οι επενδύσεις δεν ξεπέρασαν τα 30,58 δισ ευρώ, με την αναλογία ως προς το ΑΕΠ να βρίσκεται στο 13,9%, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη βρίσκεται στο 22%. Μεγάλο το επενδυτικό κενό. Και μεσοπρόθεσμα, σταθερή ανάπτυξη είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών μιας οικονομίας.

Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι προ κρίσης και μνημονίων ήμασταν σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στο 24% του ΑΕΠ. Τότε περίπου τα 2/3 των επενδύσεων αφορούσαν κατοικία, κάτι που μπορεί να ενίσχυε τα εισοδήματα και την απασχόληση, όχι όμως και την ανταγωνιστικότητα.

Σήμερα υπάρχει πρωτίστως ανάγκη για επενδύσεις που ενσωματώνουν τεχνολογία και θα βάζουν την Ελλάδα στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μεσο-μακροπρόθεσμα σε μια σειρά από κλάδους, από την ενέργεια και την εξόρυξη στα φάρμακα και τα τρόφιμα. Κάθε σοβαρός οικονομολόγος εξηγεί ότι χωρίς σημαντική αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων οι επενδύσεις στο σύνολο τους δεν θα πλησιάσουν καν το 20% του ΑΕΠ, που είναι αναγκαίο για να στηρίξει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Ναι, υπάρχει κινητικότητα, γίνονται deals, αλλά και πάλι δεν αρκούν. Απουσιάζουν επενδύσεις στην παραγωγή. Δεν συγκλίνει κανείς έτσι με την Ευρωζώνη. Και ίσως μας κυνηγάει ακόμη σε ένα βαθμό η αρνητική φήμη του ανθρωποδιώκτη των επενδύσεων που αποκτήσαμε ειδικά στα χρόνια του 3ου Μνημονίου.

Δεν φτάνει δηλαδή από μόνο του το Ταμείο Ανάκαμψης, ακόμη συζητάμε για την αποτελεσματικότητα του κράτους μας, για τους τίτλους ιδιοκτησίας, την εκτός σχεδίου δόμηση, για τη χαμηλή συμμετοχή νέων και γυναικών στην αγορά, για τη χρονοβόρα επίλυση δικαστικών διαφορών, την έλλειψη ενός υγιούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος. Τα βλέπουν όλα αυτά όσοι παρακολουθούν την ελληνική οικονομία, όπως η Moody's.

Για ποιο λόγο να μπει ένας ξένος επενδυτής στην Ελλάδα όταν για να τελεσιδικήσει μια απόφαση χρειάζεται 1.400 μέρες; Γιατί να υποστεί τη βάσανο των συχνών αλλαγών στο φορολογικό σύστημα (μόνο φέτος θα γίνουν 20) και της ελληνικής δημόσιας διοίκησης; Το Ελληνικό πήρε 7 χρόνια για να ξεκινήσει. Τα υδροπλάνα 11 χρόνια. Η έναρξη επένδυσης στο data center της Microsoft, τρία. Στις ΑΠΕ, για να βγει μια άδεια για νέο αιολικό πάρκο, μπορεί να περάσει και δεκαετία.

Και κάπως έτσι, τα στοιχεία του 2023 για το ΑΕΠ δείχνουν ότι η κατανάλωση συνεχίζει να συνεισφέρει τη μερίδα του λέοντος στην ελληνική οικονομία, με ποσοστά αντίστοιχα με τα προ της υπερδεκαετούς κρίσης. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε πέρυσι «καρφωμένη» στο 68%, όσο ακριβώς και το 2022, αλλά και όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Το ποσοστό αυτό δεν λέει να πέσει κάτω από το 70%, μάλιστα κάποιες χρονιές, όπως το 2020, είχε εκτιναχθεί στο 93%. Η βασική κινητήριος δύναμη της ελληνικής οικονομίας εδώ και δεκαετίες συνεχίζει να είναι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και οι δαπάνες που αυτά κάνουν, μαζί φυσικά με τον τουρισμό. Η κατανάλωση διαμορφώνει το ΑΕΠ, όχι οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, και το ερώτημα είναι τι θα συμβεί από φέτος και μετά, όταν η κρατική δαπάνη θα γίνεται αναγκαστικά όλο και πιο συγκρατημένη.

Όλη η Ευρώπη έχει μπει σε μια γενικότερη φάση δημοσιονομικής πολιτικής με λελογισμένη αύξηση δαπανών και πρακτικά αυτό σημαίνει ότι καμία κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, δεν μπορεί να πορεύεται με τη λογική των μποναμάδων.

Τα όποια περισσεύματα θα κρατιούνται για τις δύσκολες χρονιές που θα έρθουν, άρα οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης θα βαίνουν μειούμενες, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει και για την ιδιωτική κατανάλωση.