Η αμερικανική κυβέρνηση με τη στήριξη των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών είναι έτοιμη για ένεση σχεδόν $2 τρισ. σε μια οικονομία που έχει αρχίσει να παίρνει τα πάνω της, ανακάμπτοντας από την πανδημία.
Παρά τις ανησυχίες των αγορών ότι η δημοσιονομική τόνωση θα την υπερθερμάνει, αναζωπυρώνοντας τον πληθωρισμό, μικρές είναι οι πιθανότητες ότι η Fed θα πατήσει τα φρένα.
Πέρυσι η κεντρική τράπεζα εγκατέλειψε την προσήλωση της στην καμπύλη Phillips για τη διαμόρφωση της νομισματικής της πολιτικής και υιοθέτησε νέα προσέγγιση που δίνει έμφαση στην καταπολέμηση της ανεργίας, υποβαθμίζοντας τους πληθωριστικούς κινδύνους. Συμπλέει με την κυβέρνηση και η πρώτη της προτεραιότητα είναι να επιστρέψουν τα εκατομμύρια των ανέργων στις δουλειές τους.
Για δεκαετίες η Fed θεωρούσε τον πληθωρισμό ως τον κύριο εχθρό της και πίστευε ότι τα επίπεδα ανεργίας έδιναν αξιόπιστο σήμα για το πότε θα αυξηθεί ο πληθωρισμός. Όταν η ανεργία υποχωρούσε πολύ χαμηλά η Fed αύξανε τα επιτόκια για να αποθερμάνει την οικονομική δραστηριότητα.
Τον Αύγουστο του 2020 μετά από διετή αναθεώρηση και με την πανδημία να προκαλεί δραματική αύξηση της ανεργίας, η προσέγγιση αυτή εγκαταλείφθηκε. Το αποτέλεσμα της απόφασης αυτής είναι ένα πράσινο φως για την κυβέρνηση Biden να δανειστεί και να ξοδέψει ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας με τη βεβαιότητα ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα αντισταθεί με αυξήσεις επιτοκίων.
Η σύνδεση της ανεργίας με τον πληθωρισμό που διδάσκεται στους φοιτητές οικονομικών στα πανεπιστήμια, γνωστή ως καμπύλη Phillips, έχει καταρρεύσει. Το επίπεδο ανεργίας δεν προσφέρεται πλέον ως αξιόπιστος δείκτης για τον μελλοντικό πληθωρισμό.
Τη δεκαετία του 1970 πληθωρισμός και ανεργία έτειναν να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις και η κεντρική τράπεζα θεωρούσε ότι η χαμηλή ανεργία έδινε καλό σήμα ότι θα αυξηθεί το επίπεδο τιμών. Από τη δεκαετία του 1990 ο πληθωρισμός έχει κρατηθεί κοντά η χαμηλότερα από τον στόχο του 2% της Fed και σήμερα φαίνεται ότι είναι έτοιμη να αφήσει την ανεργία να πέσει όσο χαμηλά γίνεται.
Τη δεκαετία του 1950 ο οικονομολόγος Α.W. Phillips μελέτησε χρονοσειρές στοιχείων ανεργίας και πληθωρισμού παρατηρώντας μια σχέση ανάμεσα στους δύο δείκτες. Περίοδοι χαμηλής ανεργίας συνέπιπταν με υψηλό πληθωρισμό ενώ υψηλά επίπεδα ανεργίας με χαμηλό πληθωρισμό.
Η λογική της σχέσης είναι απλή. Όταν η ανεργία είναι χαμηλή το εργατικό δυναμικό αρχίζει να σπανίζει και οι επιχειρήσεις αυξάνουν τους μισθούς για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Για να διατηρήσουν τα κέρδη τους αυξάνουν επίσης και τις τιμές τους.
Στις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η αντίστροφη σχέση της ανεργίας με τον πληθωρισμό ήταν στενή και οι κεντρικές τράπεζες από το 1950 έως το 1969 την χρησιμοποίησαν στη διαμόρφωση της νομισματικής τους πολιτικής.
Όταν τα επίπεδα ανεργίας ήταν χαμηλά ανέμεναν άνοδο του πληθωρισμού και επιβράδυναν την οικονομία για να το αποφύγουν με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανεργία. Στην ουσία η ανεργία τμήματος του πληθυσμού ήταν το τίμημα για να ελεγχθεί το επίπεδο τιμών για όλους.
Η σχέση αυτή άρχισε να καταρρέει τη δεκαετία του 1970. Οι προσπάθειες να κρατηθεί η ανεργία σε χαμηλά επίπεδα τροφοδότησαν μια πληθωριστική ψυχολογία που σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση εκτόξευσαν τον πληθωρισμό. Τότε η Fed επιχείρησε να σπάσει τον κύκλο με πολύ υψηλά επιτόκια που έσπρωξαν την οικονομία σε ύφεση.
Για ένα διάστημα, από το 1970 έως το 1992 υπήρξε στασιμοπληθωρισμός, υψηλή ανεργία συνυπήρξε με υψηλό πληθωρισμό. Η Fed τελικά κέρδισε τη μάχη γονατίζοντας τον πληθωρισμό με τίμημα όμως την ύφεση.
Με τις νέες τεχνολογίες και την παγκοσμιοποίηση να συγκρατούν τα κόστη, από το 1993 έως το 2019 ο πληθωρισμός αγκυρώθηκε χαμηλά σε τέτοιο βαθμό που το επίπεδο ανεργίας έπαψε να είναι αξιόπιστος πρόδρομος δείκτης για τη μελλοντική πορεία των τιμών. Ωστόσο, για αρκετά χρόνια η αμερικανική κεντρική τράπεζα χρησιμοποιούσε τον ένα δείκτη για να προβλέψει τον άλλο, τακτική που την έκανε αποδέκτη κριτικής ότι πατούσε τα φρένα σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης νωρίτερα από ότι έπρεπε, καταδικάζοντας πολλούς στην ανεργία.
Τον Αύγουστο του 2020 η Fed αποφάσισε να εγκαταλείψει την ανεργία ως εργαλείο πρόβλεψης των πληθωριστικών κινδύνων. Η νέα της προσέγγιση είναι ότι θα περιμένει να δει ότι πράγματι οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα πριν αποφασίσει να παρέμβει.