Την ημέρα που τα επιβεβαιωμένα κρούσματα του κορονοϊού έσπασαν το φράγμα των 20 εκατομμυρίων παγκοσμίως, ο μεγαλύτερος χρηματιστηριακός δείκτης του κόσμου έφτασε κοντά σε ιστορικό υψηλό, υποδεικνύοντας ότι οι προσδοκίες για νέο πακτωλό χρημάτων από την αμερικανική κυβέρνηση και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αρκούν για να… ξεπεραστεί το αβέβαιο περιβάλλον που δημιουργεί η πανδημία.
Ο S&P 500 έφτασε έως τις 3.381 μονάδες, κυριολεκτικά μία ανάσα από το ενδοσυνεδριακό ιστορικό υψηλό των 3.393 μονάδων που κατέγραψε στις 19 Φεβρουαρίου. Ο δείκτης των μεγαλύτερων εταιρειών του πλανήτη έχει καταφέρει να γυρίσει σε θετικό έδαφος μέσα στο 2020 σημειώνοντας κέρδη 4,5% από την αρχή του έτους, ενώ από το χαμηλό της 23ης Μαρτίου ενισχύεται σε ποσοστό άνω του 50%.
Την ίδια ώρα στις ΗΠΑ τα θύματα του κορονοϊού έχουν ξεπεράσει τις 163 χιλιάδες και τα επιβεβαιωμένα κρούσματα τα 5,1 εκατομμύρια, όμως η Δευτέρα 10/8 ήταν η μέρα με τα λιγότερα νέα κρούσματα από τις 29 Ιουνίου, συμβάλλοντας στη βελτίωση των κλίματος. Η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη ανακάμπτει και οι δουλειές επανέρχονται αλλά με πολύ πιο αργό ρυθμό απ’ ότι ανέμεναν οι πιο αισιόδοξοι ή απ’ ότι θα ήθελε ο Τραμπ λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές.
Γι’ αυτό το λόγο στην επενδυτική κοινότητα είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη πως ο Ντόναλντ Τραμπ θα κάνει τα πάντα για να βελτιωθεί η εικόνα της αμερικανικής οικονομίας στο τρίμηνο που απομένει έως τις εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς στο μέτωπο του κορονοϊού ο Αμερικανός πρόεδρος χάνει πολλούς πόντους. Ενισχύεται λοιπόν η άποψη ότι σύντομα θα ανακοινωθεί ένα νέο και γενναιόδωρο πακέτο μέτρων στήριξης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο ίδιος ο Τραμπ έχει καλλιεργήσει αυτό το κλίμα λέγοντας προχθές ότι σκέφτεται σοβαρά να μειώσει το φορολογικό συντελεστή των κεφαλαιακών κερδών για τη μεσαία τάξη, ένα μέτρο που είχε εξετάσει και πέρσι αλλά φαίνεται πως το κράτησε για την τελική ευθεία προς τις κάλπες. Αν και δεν είναι σίγουρο ότι ένα τέτοιο μέτρο θα περάσει από το Κογκρέσο, ο Τραμπ θα το έχει προτείνει με ότι αυτό συνεπάγεται για την εικόνα του.
Από την πλευρά του, ο διοικητής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, τονίζει σε κάθε ευκαιρία ότι η κεντρική τράπεζα κάνει… το καθήκον της, ωστόσο η νομισματική πολιτική χρειάζεται στήριξη από τη δημοσιονομική πολιτική, ρίχνοντας το μπαλάκι στον Τραμπ και στο Κογκρέσο για τα νέα μέτρα που θα δώσουν ώθηση στην ανάκαμψη και θα βγάλουν την οικονομία από το τέλμα.
Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ο Αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε διατάγματα που προβλέπουν μία σειρά ελαφρύνσεων, όπως το «πάγωμα» εισφορών και την παράταση επιδομάτων ανεργίας, ενώ υπόσχεται και την προστασία δανειοληπτών και ενοικιαστών. Οι Δημοκρατικοί τα χαρακτήρισαν ημίμετρα και είναι πλέον προφανές ότι στις επόμενες εβδομάδες ο Τραμπ θα προσπαθήσει να δώσει ό,τι μπορεί ή να παραπέμψει στο Κογκρέσο ό,τι μπορεί σε επίπεδο επιδομάτων και φοροελαφρύνσεων, μήπως καταφέρει να αλλάξει το momentum λίγο πριν τις εκλογές.
Είναι τέτοιες οι προσδοκίες που οι όποιες ανησυχίες για τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και τη διαμάχη με φόντο το TikTok έχουν προς το παρόν μείνει στο περιθώριο. Σύμφωνα με την Goldman Sachs, αν οι ΗΠΑ προχωρήσουν στην αύξηση των δασμών κατά 10 δις. δολάρια, ο δείκτης S&P 500 θα υποχωρήσει κατά 1,2% και οι κινεζικές μετοχές κατά 2,2, ενώ το δολάριο θα ενισχυθεί κατά 0,7% έναντι του γουάν.
Η Goldman σημειώνει ότι η πτώση κατά 1,2% στον S&P 500 είναι μεγάλη συγκριτικά με τους δασμούς αφού η κατά 10 δις. δολάρια αύξηση αντιστοιχεί μόλις στο 0,5% των εταιρικών κερδών. Αντιθέτως, ενδεχόμενη μείωση των δασμών κατά 30 δις. δολάρια θα οδηγούσε σε άνοδο της τάξης του 4% τον S&P 500 και πάνω από τις 3.500 μονάδες.
Όσο για την πορεία που θα ακολουθήσει η Wall ανάλογα με το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών, οι αναλυτές εκτιμούν ότι μία δεύτερη θητεία Τραμπ θα ενισχύσει ενδεχομένως τις ανησυχίες για συνέχιση του πόλεμου δασμών, ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας τους τελευταίους μήνες.
Με τον Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, αν και δεν αναμένεται να βελτιωθούν οι σχέσεις με την Κίνα, είναι πιθανό η νέα κυβέρνηση να μην δει τους δασμούς ως όπλο με αποτέλεσμα να επιλέξει μια διαφορετική προσέγγιση. Συμπερασματικά, η στρατηγική του Μπάιντεν στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου θα έχει καλύτερο αντίκτυπο στις μετοχές, περιορίζοντας ενδεχομένως τις επιπτώσεις από την πολιτική του σε θέματα φορολόγησης.