Έκτακτες τηλεδιασκέψεις πραγματοποίησαν χθες βράδυ μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι με σκοπό να αξιολογήσουν την κατάσταση στην Τουρκία, μετά την ιστορικών διαστάσεων ημερήσια πτώση της τουρκικής λίρας και την επιμονή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ένα οικονομικό πείραμα που εκτινάσσει την αβεβαιότητα.
Το τουρκικό νόμισμα έφτασε να υποχωρεί έως και 15% έναντι του δολαρίου, σημειώνοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση που έχει καταγραφεί ποτέ, μετά το 15,9% της 10ης Αυγούστου 2018. Όπως είναι αναμενόμενο, η τουρκική λίρα με πτώση της τάξης του 40% το 2021, είναι το εθνικό νόμισμα με τη χειρότερη επίδοση στον κόσμο, ενώ είναι και η χειρότερη επίδοση από τότε που ανήλθε ο Ερντογάν στην εξουσία.
Αιτία για τη χθεσινή κατρακύλα ήταν οι δηλώσεις του Ερντογάν, μετά τη λήξη του υπουργικού συμβουλίου, για πιστή τήρηση του οικονομικού του πλάνου, το οποίο προβλέπει τη διατήρηση των επιτοκίων σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τον πληθωρισμό. Όλοι ανεξαιρέτως οι επενδυτικοί οίκοι κατακρίνουν τον Τούρκο πρόεδρο για τις επιλογές του όμως ο ίδιος τους αγνοεί.
Ξέρουμε πολύ καλά τι κάνουμε με την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, πως το κάνουμε, ποιους κινδύνους αντιμετωπίζουμε και τι θα πετύχουμε στο τέλος, είπε ο Ερντογάν, χαρακτηρίζοντας τα όσα συμβαίνουν ως «οικονομικό απελευθερωτικό πόλεμο». Ο Τούρκος πρόεδρος συναντήθηκε εσπευσμένα με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Σαχάπ Καβτζιόγλου, για να εκτιμήσουν την κατάσταση αφού τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας έχουν μειωθεί σημαντικά και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως άμυνα στις πιέσεις που δέχεται το νόμισμα.
Αμέσως μετά το κλείσιμο του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης, η κεντρική τράπεζα εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία προειδοποιεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις για τις «μη ρεαλιστικές» συναλλαγματικές διακυμάνσεις και τις απώλειες που ενδέχεται να υποστούν, υποστηρίζοντας στην ουσία ότι η χώρα δέχεται οικονομική επίθεση.
Τέτοιες ημερήσιες πτώσεις δεν συμβαίνουν συχνά στην αγορά συναλλάγματος και όταν συμβαίνουν πυροδοτούν ραγδαίες εξελίξεις. Στην πραγματική οικονομία η επιδείνωση των συνθηκών είναι δραματική. Πάνω από 9.000 αγγελίες για πώληση αυτοκινήτων «κατέβηκαν» σε δύο ημέρες και πολλές αγοραπωλησίες ακινήτων πάγωσαν γιατί όλοι περιμένουν να πουλήσουν ακριβότερα, ενώ όσοι αγοράζουν σε δολάρια και πωλούν σε λίρες βρίσκονται σε απελπισία.
Ολόκληρη η τουρκική αγορά αρχίζει να στρέφεται σε μετρητά ή ξένο νόμισμα, καθώς η άτακτη υποχώρηση της λίρας δεν επιτρέπει πληρωμές με πίστωση ούτε δύο μηνών. Σε μία σημαντική αγορά για την Τουρκία, αυτή του χρυσού, η τιμή του γραμμαρίου εκτινάχθηκε μέσα σε μία ημέρα κατά 100 λίρες, στις 770 λίρες, έχοντας ενισχυθεί από την αρχή του έτους κατά 70%.
Εξαιτίας της υποτίμησης πολλές επιχειρήσεις σταμάτησαν τις πωλήσεις των προϊόντων τους γιατί δεν μπορούν να ξέρουν το κόστος των πρώτων υλών, επομένως και το αν θα μπορούν να τα αντικαταστήσουν. Αν π.χ. ο παραγωγός αγοράζει την πρώτη ύλη για 5 λίρες και πουλάει το προϊόν του για 5,5 λίρες, στοχεύοντας σε κέρδος 10%, αλλά πουλάει με 3μηνη πίστωση είναι πολύ πιθανό μέχρι τότε η πρώτη ύλη να κοστίζει 7 λίρες, καθιστώντας ασύμφορη την παραγωγή. Κάπως έτσι λειτουργεί σήμερα η τουρκική οικονομία, με την ανασφάλεια και το φόβο της καθημερινής υποτίμησης.
Γεωργοί και κτηνοτρόφοι προτιμούν τις εξαγωγές για να πληρωθούν σε ξένο νόμισμα και εκφράζονται φόβοι ότι σύντομα θα υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις στην αγορά, όπως συνέβη τα τελευταία χρόνια με τις πατάτες και τα κρεμμύδια. Οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ και των καταστημάτων δεν αλλάζουν κάθε μήνα πλέον αλλά κάθε εβδομάδα, ενώ στις εκθέσεις αυτοκινήτων αλλάζουν κάθε μέρα.
Η δίχως τέλος βύθιση της τουρκικής λίρας υποχρεώνει τους αναλυτές να απαντήσουν σε σειρά κρίσιμων ερωτημάτων: Πόσο θα επηρεάσει τη δημοτικότητα του Ερντογάν και το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023, η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου στην Τουρκία; Κατά πόσο η νομισματική κρίση που βιώνει η Τουρκία μπορεί αφενός να γενικευθεί και αφετέρου να επηρεάσει άλλες οικονομίες αλλά και τις αγορές;
Η Capital Economics εκτιμά ότι ο κίνδυνος μετάδοσης για τις αγορές είναι περιορισμένος, αλλά το παγκόσμιο σκηνικό επιδεινώνεται για τις αναδυόμενες οικονομίες και γι’ αυτό η τουρκική κρίση πρέπει να παρακολουθείται στενά. Σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο, τα κανάλια μετάδοσης της τουρκικής κρίσης στον υπόλοιπο κόσμο είναι τρία:
Το πρώτο είναι το εμπόριο. Οι εισαγωγές της Τουρκίας πιθανότατα θα μειωθούν δραματικά τους επόμενους μήνες καθώς το κόστος αγοράς αγαθών και υπηρεσιών από το εξωτερικό εκτινάσσεται. Η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει κυρίως την Ευρώπη που είναι ο βασικός εμπορικός εταίρος της Τουρκίας καθώς περίπου το 3,5% των ευρωπαϊκών εξαγωγών πηγαίνουν στην Τουρκία. Το πλήγμα για την ευρωπαϊκή οικονομία δεν θα είναι μεγάλο σε σύγκριση με το μέγεθός της, ενώ από τη στιγμή που η παγκόσμια ζήτηση ανακάμπτει μπορεί να μην γίνει καν αισθητό.
Το δεύτερο κανάλι είναι οι τράπεζες και οι αγορές. Οι επενδυτές που έχουν έκθεση στην Τουρκία βρίσκονται αντιμέτωποι με σοβαρές απώλειες και ενδέχεται να χρειαστεί να πουλήσουν assets. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να γίνει απειλητική ειδικά αν τα προβλήματα φτάσουν στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Σημειώνεται ότι αρκετές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν παρουσία στην Τουρκία με κορυφαία την ισπανική BBVA. Πάντως, οι ξένες επενδύσεις στην Τουρκία έχουν μειωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια και σήμερα αποτελούν ένα μικρό μέρος του γενικότερου χαρτοφυλακίου των αναδυόμενων αγορών.
Το τρίτο κανάλι είναι η έμμεση μετάδοση της κρίσης. Αν οι επενδυτές δουν ότι τα πράγματα χειροτερεύουν πολύ στην Τουρκία ίσως φοβηθούν ότι και άλλες αναδυόμενες οικονομίες θα αντιμετωπίσουν παρόμοια προβλήματα με αποτέλεσμα να αποσυρθούν από αυτές. Ανάλογες κινήσεις έχουν σημειωθεί σε προηγούμενες κρίσεις αναδυόμενων αγορών αλλά και κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Όμως οι αδυναμίες της Τουρκίας είναι πολύ μεγαλύτερες από άλλες σημαντικές αναδυόμενες οικονομίες και πουθενά αλλού δεν εφαρμόζεται τόσο ανορθόδοξη νομισματική πολιτική. Επομένως, και αυτό το κανάλι δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Τέλος, η CE προειδοποιεί ότι ενώ η πιθανότητα μετάδοσης της κρίσης είναι περιορισμένη, η επικείμενη αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, η ενίσχυση του δολαρίου και η επιδείνωση των παγκόσμιων χρηματοδοτικών συνθηκών αποτελούν παράγοντες που θα πλήξουν περαιτέρω την Τουρκία αλλά και το σύνολο των αναδυόμενων οικονομιών.