Στην Ελλάδα θεωρείται ότι κάποιος έχει εισόδημα επειδή έχει αυτοκίνητο ή σπίτι (βλέπε τεκμήρια). Στην Ελλάδα, η έκπτωση φόρου για όποιον έχει ένα παιδί είναι 33 ευρώ μεγαλύτερη συγκριτικά με αυτόν που δεν έχει κανένα παιδί.
Ο προϊστάμενος στο δημόσιο δεν έχει κανένα ουσιαστικό κίνητρο και ο εισαγωγικός μισθός είναι τόσο χαμηλός που προσελκύει μόνο όσους αναζητούν την «ασφάλεια» και όχι τη μισθολογική εξέλιξη. Ο επαγγελματίας φορολογείται μέσω του τέλους επιτηδεύματος επειδή… υπάρχει.
Υψηλότερη ανάπτυξη σημαίνει περισσότερα έσοδα και κέρδη για τις επιχειρήσεις άρα και μεγαλύτερη ευχέρεια για χορήγηση αυξήσεων στους υφιστάμενους εργαζόμενους αλλά και για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό σημαίνει περισσότερο εισόδημα για τους πολίτες –εργαζόμενους και συνταξιούχους- αλλά και περισσότερα έσοδα για το κράτος το οποίο μέσω της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων θα μπορεί και να χρηματοδοτεί νέες μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών αλλά και να διατηρεί το χρέος της χώρας σε πτωτική τροχιά αποφεύγοντας τις περιπέτειες με τις αγορές και τους Ευρωπαίους εταίρους.
Είναι οι βασικές πτυχές του σχεδίου που πρότεινε χθες στους ψηφοφόρους ο πρωθυπουργός, ενός σχεδίου που με την υλοποίησή του θα ξεκολλήσει την χώρα από τις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης σε μια σειρά από τομείς. Η χώρα δεν θα είναι αυτή που θα έχει τη μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρώπη –με ποσοστό της τάξεως του 8% θα βρίσκεται χαμηλότερα από αρκετές χώρες και όχι μόνο από την Ισπανία όπως ήδη συμβαίνει- ενώ είναι πολύ πιθανό να πάψει να είναι και το «μαύρο πρόβατο» όσον αφορά στο ύψος του δημοσίου χρέους αφήνοντας την Ιταλία στην τελευταία θέση. Επίσης, θα έχει να περηφανεύεται για τη συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ της χώρας όπως επίσης και για τη συμβολή του τουρισμού στην ανάπτυξη.
Το σχέδιο εμπλουτίστηκε με χειροπιαστά μέτρα
1. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ μεικτά θα φέρει τις ελάχιστες καθαρές αποδοχές των εργαζομένων με 8ωρη απασχόληση στα 780 ευρώ αν συνυπολογιστεί και η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Επίσης, με την αποκλιμάκωση της ανεργίας κάτω από το 10% θα «ξεκολλήσουν» οι τριετίες κάτι που τοποθετείται χρονικά στο 2025. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος δεν θα περνά πλέον για τον εργαζόμενο χωρίς να αποτυπώνεται και στον μισθό του.
2. Η αύξηση του μέσου μισθού στα 1500 ευρώ, δεν θα προέλθει από επιδόματα και διοικητικά μέτρα πέραν ίσως της αύξησης του κατώτατου μισθού. Το σχέδιο αποσκοπεί στο να αυξηθεί ο αριθμητής του κλάσματος (δηλαδή οι συνολικές αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα) αλλά και ο παρονομαστής, δηλαδή ο αριθμός των εργαζομένων. Επίσης, προβλέπει ότι οι εργοδότες θα… υποχρεωθούν στις αυξήσεις προκειμένου να κρατήσουν τους εργαζόμενους και να καλύψουν την αυξημένη επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
3. Η απόσταση ανάμεσα στο αφορολόγητο του εργένη και το αντίστοιχο του εργαζόμενου που έχει και ένα παιδί είναι σήμερα ελάχιστο. Πρακτικά, το κράτος εκτιμά σήμερα ότι η γέννηση ενός παιδιού αρκεί να αποζημιώνεται με …33 ευρώ τον χρόνο καθώς η έκπτωση που δίνεται τώρα είναι 777 ευρώ στον εργένη και 810 ευρώ στον εργαζόμενο με ένα παιδί. Με την πρόταση του πρωθυπουργού, τα 810 ευρώ θα γίνουν 900 ευρώ και το αφορολόγητο 10.000 ευρώ αντί για 9000 ευρώ. Μπορεί να μην αλλάζει κάτι δραστικά με αυτά τα επιπλέον 90 ευρώ τον χρόνο όμως είναι μια ένδειξη προθέσεων: η στήριξη των οικογενειών.
4. Ύστερα από 10ετίες, ανακοινώνεται διάθεση μείωσης των τεκμηρίων, του αναχρονιστικού μέτρου που ουσιαστικά τιμωρεί τους φορολογούμενους μόνο με την… υποψία ότι φοροδιαφεύγουν. Η μείωση των τεκμηρίων είναι μια κίνηση που αποσκοπεί στο να δείξει ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής μπορεί να επιτευχθεί με ηλεκτρονικούς ελέγχους και σύγχρονα εργαλεία και όχι με επιβολή εισοδημάτων «μαϊμού».
5. Σχέδιο για τίτλους τέλους και σε ακόμη ένα άδικο μέτρο: το τέλος επιτηδεύματος που υποχρεώνει έναν επαγγελματία να πληρώνει φόρο έχει δεν έχει κέρδη (και μάλιστα μεγάλα ποσά της τάξεως των 400-1000 ευρώ). Και αυτό μπορεί να… διορθωθεί με την εντατικοποίηση των ηλεκτρονικών ελέγχων ώστε να χρηματοδοτηθεί η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από την αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων (ουσιαστικά τη μείωση της φοροδιαφυγής) και όχι από τα «τυφλά χτυπήματα» στους επαγγελματίες.)