Του Νικήτα Παπαντωνίου-Καρτάλης*
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι η ρευστότητα τους καθώς και το κόστος δανεισμού τους. Επιπρόσθετα λόγω της μεγάλης κρίσης οι πωλήσεις των περισσότερων εταιρειών παρουσίασαν μείωση με αποτέλεσμα τα επίπεδα ρευστότητας να παρασυρθούν μαζί με αυτά των πωλήσεων. Η τραπεζική χρηματοδότηση είναι εξαιρετικά περιορισμένη αφού και μετά από τόσες ανακεφαλαιοποιήσεις η πιστωτική επέκταση είναι το ζητούμενο και έτσι οι Ελληνικές επιχειρήσεις δεν βρίσκουν τους απαιτούμενους πόρους τόσο για το απαιτούμενα κεφάλαια κίνησης όσο και για επενδυτικούς σκοπούς. Οι εταιρείες οι οποίες τελικά δανείζονται με καινούργιο δανεισμό έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αρκετά μεγάλο χρηματοδοτικό κόστος.
Η τράπεζα της Ελλάδος κάθε μήνα παρουσιάζει τα επιτόκια δανείων και καταθέσεων για την Ελληνική αγορά. Η παρουσίαση γίνεται για όλα τα είδη δανείων και καταθέσεων. Το ενδιαφέρον για το μήνα Οκτώβριο (νέες εκταμιεύσεις) είναι η αύξηση σε δύο τύπους επιχειρηματικών δανείων, στα επιχειρηματικά δάνεια με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο καθώς και εκείνα που είναι επάνω από το ένα εκατομμύριο ευρώ συμπεριλαμβανομένων και των δανείων μακροπρόθεσμου χαρακτήρα όπου παρατηρήθηκε και η μεγαλύτερη αύξηση. Το μέσο επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων συγκεκριμένης διάρκειας και κυμαινόμενου επιτοκίου αυξήθηκε κατά 101 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,98% σε μηνιαία βάση ενώ για τα δάνεια άνω του 1 εκατ. ευρώ αυξήθηκε κατά 118 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 4,99% πάλι σε μηνιαία βάση. Είναι προφανές ότι το επιτόκιο κοντά στο 5%, χωρίς βέβαια να υπολογιστεί η εισφορά του 0,6% που επιβαρύνει τα επιχειρηματικά δάνεια, είναι μεγάλο κόστος το οποίο θα πρέπει να μειωθεί. Επιπρόσθετα στα μακροπρόθεσμα δάνεια τακτής λήξης με κυμαινόμενο επιτόκιο η αύξηση για δάνεια άνω του 1 εκατ σε μηνιαία βάση έφτασε τις 157 μονάδες βάσης φτάνοντας το 5,13%.
Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η πορεία των επιτοκίων για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις για δάνεια άνω του 1 εκατ. Ευρώ (Μακροπρόθεσμος Δανεισμός):
Έτσι μία εταιρεία όταν είχε πάρει δάνειο τον Ιούλιο του 2018 σε σχέση με τον Οκτώβριο του ίδιου έτους θα έχει να αντιμετωπίσει ένα πολύ μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κόστος. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται η σύγκριση για δάνεια ποσού ενός, δύο και τριών εκατομμυρίων ευρώ.
Η αύξηση στην καταβολή τόκου φτάνει το 67%. Έτσι για μία επιχείρηση που χρηματοδοτείται με ένα εκατομμύριο ευρώ η καταβολή τόκων από 30.669 ευρώ φτάνει στα 51.299 αν χρηματοδοτήθηκε τον Οκτώβριο. Σε αυτά τα ποσά δεν περιλαμβάνονται η καταβολή κεφαλαίου και η εισφορά 0,6%.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι ακόμη και τα δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων ανεβαίνουν σε επίπεδα του 5%, το δανεισμός για μικρότερα ποσά θα παραμείνει ακριβός. Αυτό οφείλεται ως ένα σημείο στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές και το δεκαετές της ομόλογο βρίσκεται στο 4.26%. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι να μεταφέρεται το κόστος και στις Ελληνικές επιχειρήσεις και έτσι η πιστωτική επέκταση να είναι πιο αργή την ώρα που είναι τόσο απαραίτητη.
* Ο κ. Νικήτας Παπαντωνίου-Καρτάλης είναι πρώην CFO της Nobacco, στέλεχος σε εταιρεία ενέργειας και αναλυτής της Eurobank και νυν σύμβουλος στο ΕΒΕΑ, πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει από τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών μετέχοντας στις επιτροπές Οικονομίας, Ανάπτυξης και Ενέργειας.